«Στη διάρκεια της κατοχής ακούγαμε ένα τραγούδι, που ιδιαίτερα εμένα, με είχε συγκλονίσει. Την “Λιλή Μαρλέν”. Ένα κορίτσι που κάθε βράδυ πήγαινε στους στρατώνες και όλοι τη φώναζαν με τ’ όνομά της, ώσπου ένα βράδυ, βγαίνοντας έξοδο οι στρατιώτες δεν την βρίσκουν. Η “Λιλή Μαρλέν” είχε πεθάνει. Και οι στρατιώτες, λυπημένοι, τραγουδούσαν το τραγούδι της, γνωρίζοντας πως δεν θα την ξαναδούν ποτέ.
Τόσο μου ταίριαζε αυτό το τραγούδι, που έμαθα να το παίζω στο πιάνο σαν να διηγούμαι την ιστορία του κοριτσιού. Και όλοι ήθελαν να ακούσουν το τραγούδι από εμένα παιγμένο στο πιάνο. Τόσο οι δάσκαλοί μου όσο και οι φίλοι μου.
Μαζί με ένα φίλο μου -δεκαεξάχρονο εκείνο τον καιρό- τον Γιάγκο Αραβαντινό, μαγεμένοι από τη φωνή της κοπέλας που το τραγουδούσε, της Λάλε Άντερσεν, αποφασίζουμε να γράψουμε γι’ αυτήν ένα τραγούδι μεσογειακό -απάντηση στη βόρεια Λιλή Μαρλέν- που θα της το δίναμε να το τραγουδήσει, όταν θα τελείωνε ο πόλεμος. Και γράψαμε το “Ήρθε βοριάς ήρθε νοτιάς”. Ο πόλεμος τελείωσε. Ξεχάσαμε την “Λιλή Μαρλέν” και την Λάλε Άντερσεν.
Το ’61, που όλος ο κόσμος τραγουδούσε “Τα παιδιά του Πειραιά”, η Φραγκφούρτη με καλεί επίσημα, για να μου δώσει ο δήμαρχος το κλειδί της πόλης. Φτάνω στις επτά το βράδυ, χειμώνα, μ’ ένα τετρακινητήριο αεροπλάνο. Με περίμεναν τρεις χιλιάδες κόσμος, μια μεγάλη ορχήστρα που έπαιζε το τραγούδι μου και όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Ευρώπης. Από την ώρα που κατέβηκα απ’ τ’ αεροπλάνο, βρισκόταν συνέχεια πλάι μου μια κυρία με άσπρη και γκρίζα γούνα, που χαμογελούσε και της μιλούσαν όλοι με σεβασμό. Σε μια στιγμή ακούω να την ρωτάει ένας ρεπόρτερ ραδιοφωνικού σταθμού: Και σεις, κυρία Άντερσεν, μετά την “Λιλή Μαρλέν”, η πιο μεγάλη σας επιτυχία είναι το “Ένα καράβι έρχεται;” (έτσι έλεγαν τα “Παιδιά του Πειραιά” στην Γερμανία). Και ένας άλλος συμπληρώνει την ερώτηση: Κυρία Άντερσεν το “Ένα καράβι έρχεται” ήταν η θριαμβευτική σας επιστροφή στο τραγούδι; Διακόπτω τη συζήτηση και την ρωτάω μπρος στα μικρόφωνα των ραδιοφωνικών σταθμών αν είναι η Λάλε Άντερσεν. Μα φυσικά είμαι, μου απάντησε γλυκά. Και τότε αρχίζω και διηγούμαι όλη την ιστορία μου από την κατοχή. Γίναμε φίλοι και μου ζήτησε να τραγουδήσει το τραγούδι αυτό. Της το έδωσα και πήρε ένα δεύτερο χρυσό δίσκο». Μάνος Χατζιδάκης
Η
Λάλε Άντερσεν (23 Μαρτίου 1905 – 29 Αυγούστου 1972) ήταν Γερμανίδα
τραγουδίστρια
και τραγουδοποιός. Είναι περισσότερο γνωστή για την ερμηνεία του τραγουδιού Λιλή Μαρλέν
το 1939, που έγινε τρομερά δημοφιλές και στις δυο πλευρές κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου 1905 στον οικισμό Λέχε στην
πόλη Μπρεμερχάφεν και βαπτίστηκε Elisabeth Carlotta Helena Berta Bunnenberg.
Το 1922 σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τον Παύλο
Ερνέστο Γουιλκε (1894-1971), έναν ντόπιο ζωγράφο. (Αν και μερικές διαδικτυακές
πηγές δίνουν το 1924 ως έτος του γάμου, το βιβλίο του Lehrke περιέχει ένα
αντίγραφο της ανακοίνωσης του γάμου που εμφανίστηκε στο Nordwestdeutsche
Zeitung την 1η Απριλίου 1922.) Είχαν μαζί τρία παιδιά: τον Μπιορν, την
Κάρμεν-Λίτα και τον Μίκαελ. Μετά την γεννά του τρίτου και τελευταίου παιδιού
τους, ο γάμος διαλύθηκε. Αφήνοντας τα παιδιά στην φροντίδα στα αδέλφια της
Θέκλα και Χέλμουτ, η Αντερσεν πήγε στο Βερολίνο τον Οκτώβριο του 1929, όπου σπούδασε ηθοποιία στην Schauspielschule
του Γερμανικού Θεάτρου. Το 1931 πήρε διαζύγιο. Αυτό το διάστημα άρχισε να
εμφανίζεται στη σκηνή σε διάφορα καμπαρέ στο Βερολίνο. Από το 1933 ως το 1937,
εμφανίστηκε στο Schauspielhaus της Ζυρίχης, όπου συναντήθηκε και με τον Rolf Liebermann, ο
οποίος θα παραμείνει στενός φίλος για το υπόλοιπο της ζωής της. Το 1938,
βρισκόταν στο Μόναχο στο καμπαρέ Simpl και σύντομα άρχισε να συμμετέχει
στο διάσημο Kabarett der Komiker (Το Καμπαρέ των Κωμικών) στο Βερολίνο. Η Λάλε Άντερσεν έγραφε συχνά τους δικούς της στίχους,
συνήθως κάτω από το ψευδώνυμο Nicola Wilke.
Το Lili Marleen (ελληνική απόδοση: Λιλή
Μαρλέν) είναι το πλέον διάσημο τραγούδι στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που τραγουδήθηκε και από τις δύο πλευρές των
αντιμαχομένων, με διάφορο χαρακτήρα. Αρχική ερμηνεύτρια του τραγουδιού ήταν η Λάλε Άντερσεν.
Η «Λιλή Μαρλέν» ήταν ένα παλαιό
γερμανικό ερωτικό ποίημα που φέρεται
να γράφηκε από τον δάσκαλο Hans Leip (1893–1983)
στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περί το 1915, το οποίο
πρωτοδημοσιεύτηκε το 1937 με τον τίτλο «Das Lied eines Jungen Soldaten auf der
Wacht» (= «Το τραγούδι ενός νεαρού στρατιώτη στη σκοπιά»). Τον επόμενο χρόνο
μελοποιήθηκε από τον Νόρμπερτ Σουλτζ και το 1939 ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά
υπό εκτέλεση της Γερμανίδας τραγουδίστριας Λάλε
Άντερσεν
(1905-1972) υπό τον νέο τίτλο «Das Mädchen unter der Laterne» (= «Το Κορίτσι
κάτω απ΄ το φανάρι»).
Η πρώτη εγγραφή του Lili Marlen, έλαβε χώρα στις 2 Αυγούστου 1939 στο Electrola Studio, στο Βερολίνο.
Μετά την ταυτόχρονη Γερμανική εισβολή
στην Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία ο καταληφθείς
ραδιοφωνικός σταθμός του Βελιγραδίου από το Ράιχ άρχισε ν' αναμεταδίδει με τον πολύ ισχυρό πομπό που είχε στο
μεταξύ εγκατασταθεί, το τραγούδι αυτό, ως πιο πρόχειρο στη δισκοθήκη, χωρίς
ιδιαίτερο προπαγανδιστικό χαρακτήρα, απ΄ όπου και διαδόθηκε στη συνέχεια σ΄ όλη
την Ευρώπη, τη Μεσόγειο και Β.
Αφρική,
ακόμα και στις ΗΠΑ και μάλιστα μεταγλωττισμένα. Τελικά ο τίτλος του
καθιερώθηκε από το αναφερόμενο στο τραγούδι όνομα του κοριτσιού Λιλή
Μαρλέν. Τον Ιούνιο του 1942 σε μια
νεότερη διασκευή με κρουστά έλαβε την μορφή εμβατηρίου, που
συνδυαζόταν άριστα με τον γερμανικό στρατιωτικό βηματισμό. Από τότε και μετά
για μεν τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους έφερε προπαγανδιστικό χαρακτήρα,
για δε τους αντιπάλους παρέμενε ένα ιδιαίτερα δημοφιλές τραγούδι, με την
γλυκιά και γεμάτη πάθος φωνή της Άντερσεν.
Το τραγούδι αυτό μεταγλωττισμένο στην ιταλική έχει ένα ιδιαίτερο αργό τέμπο σε χαμηλότερη φωνή που
προσέδιδε μάλλον απογοήτευση παρά ενθουσιασμό. Μεταγλωττίστηκε και στην ελληνική με κάποιο σκωπτικό όμως χαρακτήρα που αποδιδόταν με
νεαρές φωνές από θεατρικούς θιάσους της επιθεώρησης. Μεταγλωττίστηκε και τραγουδήθηκε ακόμα και στα φιλανδικά όχι όμως με τον γερμανικό στόμφο. Υπολογίζονται σε
περίπου 200 διαφορετικές εκτελέσεις
να έχουν κυκλοφορήσει από τότε μέχρι σήμερα.