Ετικέτες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα BÜCHER LESEN. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα BÜCHER LESEN. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Γιορτάζουμε το βιβλίο παντού και πάντα!

 23 Απριλίου Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου

Το βιβλίο δεν περιμένει να πάτε μόνο εσείς σε αυτό, έρχεται αυτό σε εσάς, ευτυχώς, χάρη σε όμορφες πρωτοβουλίες ανθρώπων...

οι ανοικτές βιβλιοθήκες στην Κίμωλο (είναι και σε μπαούλα μέσα στη χώρα του νησιού, παλιά ήταν και...περιφερόμενη πάνω σε γάιδαρο!)


...δανειστική βιβλιοθήκη στο Κερασοχώρι Ευρυτανίας...



...στη Σύρο...


...κάπου στη Γερμανία...

open library

...πάλι στη Σύρο...


...στη Βρέμη...


stabi-hb.de

Και ας μην ξεχνάμε σε ποιον αρχικά το χρωστάμε αυτό...
Ιωάννης Γουτεμβέργιος:

















Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Οδός Γεράσιμου Γαρνέλη στην Αυστρία

 


Πηγή: FC Union Stein facebook



Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής επέλασης, η φυλακή Στάιν στην πόλη Κρεμς της Αυστρίας ήταν η μεγαλύτερη της χώρας, της επονομαζόμενης «Ανατολικής Μαρκιονίας του Ράιχ» (Ostmark). Εκεί κρατούνταν σε συνθήκες απίστευτης κακομεταχείρισης αντίπαλοι του καθεστώτος: αντιρρησίες συνείδησης,  δημοκράτες, κομμουνιστές, σαμποτέρ, αντιστασιακοί από την Αυστρία και την Ανατολική Ευρώπη, κι ανάμεσά τους πάνω από 300 Έλληνες. Στη χώρα υπήρχαν τότε περίπου 13.000 Έλληνες οικειοθελώς για αναζήτηση εργασίας, ενώ οι αιτήσεις που είχαν κατατεθεί για εργασία ήταν 30.000 (τελικά, πόσοι;)!

Στις 6 Απριλίου 1945, ο διοικητής της φυλακής άνοιξε τις πύλες της φυλακής ενόψει της άφιξης του Κόκκινου Στρατού, αλλά ένα εξαγριωμένο πλήθος από SS, SA και ντόπιους ΝΑΖΙ κυνήγησε και σκότωσε κτηνωδώς εκατοντάδες πολιτικούς  κρατούμενους. Κάποιοι όμως κρατούμενοι κατάφεραν να διαφύγουν το θάνατο,  κρυμμένοι στα πιο απίθανα σημεία της φυλακής, όπως ιματιοθήκες, κελάρια, βαρέλια με υγρά και τρόφιμα σκουπιδοτενεκέδες. Ανάμεσα στους τυχερούς  ήταν ο ΄Ελληνας Γεράσιμος Γαρνέλης, στον οποίο η ζωή θα επεφύλασσε μια θεαματική προσωπική πορεία.




Πηγή: Robert Streibel


Ο Αυστριακός Ιστορικός Ρόμπερτ Στράιμπελ με καταγωγή από το Κρεμς, έκανε χρόνια έρευνα. Το 1997 διοργάνωσε μεταξύ άλλων μια εκδήλωση μνήμης για τα θύματα εκείνου του "μαύρου Απριλίου". Το μυθιστόρημά του «Απρίλιος στο Στάιν» (Robert Streibel, April im Stein) αφηγείται την επιβίωση στη φυλακή, την καταναγκαστική εργασία και την πολιτική αντίσταση, κυρίως όμως τη μαζική δολοφονία των κρατουμένων τον Απρίλιο του 1945 στην πόλη Κρεμς της Αυστρίας. Εδώ και λίγα χρόνια, ο μικρός δρόμος που συνδέει το σωφρονιστικό ίδρυμα Στάιν με κεντρική οδό της περιοχής έχει μετονομαστεί σε οδό Γεράσιμου Γαρνέλη (Gerasimos-Garnelis-Weg), ύστερα από εισήγηση του Στράιμπελ. Σε μια άλλη δράση του έκανε ανάγνωση των θυμάτων από την Ελλάδα ο Έλληνας Γεράσιμος Γαρνέλης!

Με την ονοματοθεσία αυτή, η πόλη Κρεμς τίμησε εκείνον τον Έλληνα κρατούμενο, ο οποίος φυλακίστηκε λόγω της συμμετοχής του στην αντίσταση κατά του ναζισμού στην κατεχόμενη Ελλάδα, μεταφέρθηκε το 1944 στις φυλακές του Στάιν, επέζησε από τη σφαγή του 1945, δε μπόρεσε να γυρίσει στην Ελλάδα λόγω εμφυλίου και έζησε στο Κρεμς μέχρι τον θάνατό του. 

Krems_Straßenschild

H οδός Γεράσιμου Γαρνέλη στο Κρεμς της Αυστρίας, ©Robert Streibel

 Ένας Έλληνας βρέθηκε πρόσφατα στο Κρεμς για διακοπές χωρίς να μπει στον κόπο να ψάξει να βρει τα αξιοθέατα. Την ύπαρξη του Κρεμς πάντως την είχε υπόψη του, μιας και η πόλη αυτή εμφανίζεται σε κάποια νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ

Πρωτάκουστο; Κι όμως, στη νουβέλα «Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ» καθώς και σε απόσπασμα από το μυθιστόρημά του «Η μέθη της μεταμόρφωσης» γίνεται αναφορά της πόλης αυτής. Αυτά τα μαθαίνει ο επισκέπτης του Κρεμς χάρη στην ύπαρξη της οδού Γεράσιμου Γαρνέλη.

                                                                                            

Το Κρεμς το 1938 σημαιοστολισμένο με τις σβάστικες και το Μνημείο για τα Ελληνικα Θύματα της σφαγής της 6ης Απριλίου 1945. @Robert Streibel



Οι φυλακές Κρεμς-Στάιν το 2015, ©Robert Streibel

Αυτός ο Έλληνας ήρθε σε επαφή με τον ελληνικό εκδοτικό οίκο Αλφειός και έτσι μπόρεσαν οι Έλληνες να διαβάσουν αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα «Απρίλιος στο Στάιν». Το μυθιστόρημα εξιστορεί τους 3 τελευταίους μήνες στη φυλακή πριν την απελευθέρωση, αλλά και τη σφαγή των κρατουμένων που αδημονούσαν για ελευθερία. 

"Για μένα το βιβλίο αυτό είναι μια φορητή επιτύμβια στήλη", δήλωσε ο ίδιος o συγγραφέας.



Πηγή: ertnews

Μετά από μια αναζήτηση στην Ελλάδα, εντόπισε o Έλληνας ταξιδιώτης κι άλλον έναν επιζήσαντα κρατούμενο, έναν ιερωμένο σε μοναστήρι, ο οποίος ανέφερε φυσικά και την ιστορία με τον Στέφαν Τσβάιχ και το Κρεμς. Άλλος ένας Έλληνας κρατούμενος στις φυλακές Στάιν, του οποίου η ιστορία υπάρχει σε βιβλίο σε Ελληνικά και Γερμανικά, ήταν ο Ηρακλειώτης Νίκος Μαυράκης (διαβάστε εδώ).

Και τα δύο έργα του Στέφαν Τσβάιχ που αναφέρονται εδώ („Buchmendel“ και „Rausch der Verwandlung“) κυκλοφορούν στα Ελληνικά:

α) «Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ. Η αόρατη συλλογή», μετάφραση Μαρία Τοπάλη, Αθήνα: Άγρα, 2010

β) «Η μέθη της μεταμόρφωσης», μετάφραση Γιάννης Καλιφατίδης, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2013.

Πηγές: diablog.eu, Καθημερινή, ertnews, Robert Streibel, Εκδόσεις Αλφειός

To βιβλίο του Robert Streibel «Απρίλιος στο Στάιν» εκδόθηκε το 2015, 70 χρόνια μετά τα γεγονότα, από τις εκδ. Residenz-Verlag του Σάλτσμπουργκ. Μετάφραση: Μαριάννα Χάλαρη.

Στα Γερμανικά:


Επιπλέον υλικό:


Massaker im Zuchthaus Stein 1945: https://youtu.be/DNUs9HKfkAs 




Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς και τα παιχνίδια της ιστορίας

 


Το 1916, κατά τον τρίτο χρόνο του Α' Παγκοσμίου πολέμου, η Ελλάδα προσπαθεί να διατηρήσει στάση ουδετερότητας κι όταν η Βουλγαρία εισβάλλει στην Ανατολική Μακεδονία, το Δ΄ Σώμα Στρατού, που εδρεύει εκεί, βρίσκεται στα στενά. Οι Έλληνες στρατιώτες είναι αποκλεισμένοι, αλλά δεν έχουν δικαίωμα να αντισταθούν στους Βουλγάρους και υποχρεώνονται να μεταφερθούν σε στρατόπεδο στο Γκαίρλιτς της Σιλεσίας, στη Γερμανία. Εκεί, ο Θανάσης Πέτρου αναζωπυρώνει την έντονη σύγκρουση μεταξύ βασιλικών, που υπερασπιζονται την ουδετερότητα, και βενιζελικών, που ζητούν να μπουν στον πόλεμο υπέρ των Αγγλογάλλων και των Ρώσων. Με ένα ρεμπέτικο τραγούδι που ηχογραφήθηκε στο Γκαίρλιτς και με τρία μυθοπλαστικά πρόσωπα, έναν Σμυρνιό, έναν Μανιάτη κι έναν Θεσσαλονικιό (όπως ο ίδιος), ο Πέτρου υποδεικνύει το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε, ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του πολέμου, η ελληνική ηγεσία (τόσο οι πολιτικοί όσο και οι στρατιωτικοί), αποκαλύπτει την καθημερινή ταλαιπωρία των φαντάρων στη Σιλεσία, μιλώντας τρυφερά και με άπειρη κατανόηση για τους έρωτές τους με τις Γερμανίδες (κάποιοι έμειναν για πάντα πίσω), και ολοκληρώνει με ένα δραματικό επιστέγασμα, που δεν άλλο από την πικρή κατάληξη της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Μια παρόμοια ιστορία επαναλήφθηκε μετά τον ελληνικό εμφύλιο, όπως μας θυμίζει η Süddeutsche Zeitung.

Όταν το καλοκαίρι του 1967 η χούντα των συνταγματαρχών συνέλαβε τον Μίκη Θεοδωράκη για την αντιδικτατορική του δράση, τα νέα ταξίδεψαν σε όλον τον κόσμο. Ο Μίκης ήταν ήδη θρύλος της μουσικής, η φωνή των αγώνων για ελευθερία και δημοκρατία. Τα νέα έφτασαν ακόμη και στο μικρό Γκαίρλιτς της ανατολικής Γερμανίας, στα γερμανοπολωνικά σύνορα. Ο Κλάους Ντίτερ Τιτζ, σήμερα 63 ετών και τότε φοιτητής Ιατρικής, θυμάται την πρώτη φορά που άκουσε τον ήχο του μπουζουκιού στα τραγούδια του Θεοδωράκη. «Το ραδιόφωνο της Λαοκρατικής Δημοκρατίας (DDR) έπαιζε τραγούδια του Θεοδωράκη σε ένδειξη αλληλεγγύης», είπε στη Süddeutsche Zeitung. Σύντομα όμως σταμάτησε να τα μεταδίδει γιατί απέπνεαν υπερβολικά μεγάλη δόση ελευθερίας για τα δεδομένα της DDR.

H αγάπη του νεαρού φοιτητή για τη μακρινή χώρα της Ακρόπολης και του Αιγαίου δεν σταμάτησε. Αντίθετα αναζωπυρώθηκε. Μάλιστα παρά τη λογοκρισία του ανατολικογερμανικού καθεστώτος προσπάθησε να στείλει και μια επιστολή σε ραδιόφωνο της Αθήνας, γραμμένη στα ελληνικά, τα οποία έμαθε από ένα παλιό ρωσικό σύγγραμμα. Πίστευε ότι δεν θα τον πιάσουν, κι όμως. Σύντομα βρέθηκε υπόλογος για το επίμαχο γράμμα στο Πολωνικό Κέντρο Πληροφοριών της Λειψίας. Δεν ήταν τυχαίο. Οι Πολωνοί γνώριζαν ελληνικά και ήταν καλά εξοικειωμένοι με την ελληνική μουσική, χάρη στους Έλληνες κομμουνιστές που είχαν καταφύγει στην Πολωνία μετά την ήττα τους στον ελληνικό εμφύλιο.

Μια χωρισμένη πόλη με ένα άγνωστο ελληνικό παρελθόν

Το Ζγκορζέλετς ήταν πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το ανατολικό τμήμα του Γκαίρλιτς. Η πόλη χωρίστηκε στα δύο το 1945, μετά το τέλος του πολέμου. Το Ζγκορζέλετς προσαρτήθηκε στην Πολωνία και το Γκαίρλιτς συνέχισε να υπάγεται στην Αν. Γερμανία. Ποια η σχέση όμως της μακρινής αυτής περιοχής με την Ελλάδα; Μετά το τέλος του ελληνικού εμφυλίου τον Οκτώβριο του 1949, 14.000 Έλληνες κομμουνιστές βρήκαν καταφύγιο στην Πολωνία, οι περισσότεροι στο Ζγκορζέλετς. Μάλιστα πολλοί το αποκαλούσαν «Republika Grecka».

Όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η επιστροφή στα πάτρια εδάφη θα καθυστερούσε πολύ, οι Έλληνες εξόριστοι άρχισαν να μαθαίνουν πολωνικά και να ασπάζονται ακόμη και τον καθολικισμό. Μόνο στοιχείο που κράτησαν άθικτο από το παρελθόν ήταν η ελληνική μουσική και τα ελληνικά γλέντια. Με τα χρόνια αφομοιώθηκαν στην πολωνική κοινωνία.Όμως δεν ήταν οι μόνοι Έλληνες στην περιοχή, θυμάται ο Κλάους Ντίτερ Τιτζ. Αν και το Γκέρλιτς χωριζόταν από το Ζγκορζέλετς μόνο από τον ποταμό Νάισε, οι Έλληνες του πολωνικού τμήματος δεν είχαν επαφές με την ανατολικογερμανική πόλη. Κι όμως, και εκεί, υπήρχαν ξεχασμένοι Έλληνες, εκτοπισμένοι μιας άλλης εποχής. Αυτό μαρτυρεί άλλωστε και η παλιά ελληνική εφημερίδα «Τα Νέα του Γκέρλιτς» από το 1916.

Από το μακεδονικό μέτωπο στο Γκέρλιτς το 1916

Πολύ πριν από τον εμφύλιο, στην καρδιά του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και στον απόηχο του εθνικού διχασμού μια άλλη γενιά Ελλήνων στρατιωτών είχε σταλεί, κατόπιν μιας αμφιλεγόμενης συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας, της Αντάντ και των γερμανοβουλγαρικών στρατευμάτων, από το μακεδονικό μέτωπο στο Γκαίρλιτς της Σαξονίας. Πάνω από 6500 στρατιώτες του Δ' Σώματος Στρατού έφτασαν με τρένο από τη βόρεια Ελλάδα σε ένα στρατόπεδο του Γκαίρλιτς. Οι κάτοικοι της πόλης τους υποδέχθηκαν με στρατιωτικά εμβατήρια, εορταστικές γιρλάντες και καλωσόρισμα στα ελληνικά. Στην πραγματικότητα βέβαια αυτή η υποδοχή δεν ήταν παρά κομμάτι της γερμανικής προπαγάνδας, αφού οι Έλληνες στρατιώτες είχαν μεταφερθεί εκεί ως ιδιότυποι αιχμάλωτοι πολέμου με κάποια προνόμια, λόγω της σχέσης του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου με τον γερμανό Κάιζερ. Όπως αναφέρει ο ερευνητής Γεράσιμος Αλεξάτος που έχει ασχοληθεί διεξοδικά με την περίπτωση, οι Έλληνες στρατιώτες μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη, ωστόσο κάθε βράδυ επέστρεφαν απαρέγκλιτα στο στρατόπεδο. Επίσης δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν το γερμανικό έδαφος.

Την περίοδο του μεσοπολέμου πολλοί εξ αυτών σιγά σιγά εντάχθηκαν όμως στη ζωή της πόλης, κάποιοι έπιασαν δουλειά, άλλοι παντρεύτηκαν. Αυτά αφηγείται και η Χίλντεγκαρντ Χάλαρη, σήμερα 92 ετών, απόγονος Έλληνα στρατιώτη που είχε φτάσει στο Γκαίρλιτς. Πολλές είναι οι προσωπικές ιστορίες σαν αυτή της Χίλντεγκαρντ Χάλαρη, ενώ υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που αναζητούν ίχνη αγνοούμενων μελών των οικογενειών τους στο Γκαίρλιτς.

Η ιστορία των Ελλήνων του Γκαίρλιτς αλλά και του Ζγκορζέλετς είναι μοναδική. Έλληνες εκτοπισμένοι, αχμάλωτοι κι εξόριστοι, έρμαια δύο τραγικών σελίδων της ελληνικής ιστορίας, βρέθηκαν κατά τύχη σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους στην ίδια ουσιαστικά πόλη, η οποία επίσης είχε τη δική της τραγική ιστορία. Με ένα ποτάμι να τους χωρίζει, οι στρατιώτες του Δ' Σώματος Στρατού και οι εξόριστοι του εμφυλίου έμειναν δίπλα-δίπλα, χωρίς να γνωρίζουν οι μεν την ιστορία των δε. Κι όλα αυτά πολύ πριν φτάσουν στη Γερμανία οι πρώτοι «Gastarbeiter» τη δεκαετία του '60.

SZ, Kριστιάνε Σλέτσερ / Δήμητρα Κυρανούδη (DW)

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Το Μαγικό (μου) Βουνό. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου για τον Thomas Mann

Επί έξι μήνες ο άντρας μου με απατούσε με τον Χανς Κάστορπ. Διάβασε το Μαγικό Βουνό δύο φορές, τη μία μετά την άλλη, όπως συνιστά ο Τόμας Μαν. Κάθε βράδυ στο κρεβάτι ξεφυσούσε και αναστέναζε: «Αχ, Χανς, τα έχεις πει όλα». Ξύπνησε μέσα μου η επιθυμία να μάθω περισσότερα για τον ανταγωνιστή μου. Έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου σίγουρη πως το είχα διαβάσει νεότερη. Προφανώς επρόκειτο για πασάλειμμα. Το ίδιο είχε συμβεί και με τον Θάνατο στη Βενετία – τη δεύτερη φορά που διάβασα τη νουβέλα αποδείχτηκε άλλο βιβλίο. Άρχισα λοιπόν το Μαγικό Βουνό με προκαταλήψεις και αίσθημα ανταγωνισμού. Πώς ανταγωνίζεσαι όμως τον Τόμας Μαν; Πώς τα βάζεις με ένα Μαγικό Βουνό; Το βιβλίο με συνέτριψε. Ήταν σαν να χτυπιόμουν σε πραγματικούς βράχους. Αυτή είναι η ιστορία της συντριβής μου, η οποία –όπως κάθε συντριβή– ολοκληρώνεται με συμφιλίωση. 
Από μαθήτρια Δημοτικού είχα βρει στη λογοτεχνία ένα ισχυρό παυσίπονο απέναντι σε αυτό που ονομάζουμε ζωή, υπαρξιακό δράμα. Σήμερα ξέρω ότι αν δεν είχα ανακαλύψει τη λογοτεχνία θα ήμουν μανιοκαταθλιπτική, κλινικά άρρωστη. Ο λόγος που διδάσκω λογοτεχνία είναι για να προσφέρω στους άλλους αυτή την εναλλακτική θεραπεία που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στα μεγάλα κείμενα, όπως το μεδούλι στα κόκκαλα.
Θα σας μιλήσω λοιπόν για το μεδούλι που ανακάλυψα στα κόκκαλα του Μαγικού Βουνού. Για να το κάνω αυτό, θα μιλήσω προσωπικά, θα μιλήσω για συμπτώσεις, για κομβικά σημεία όπου η ζωή μου συναντήθηκε με τη ζωή του Χανς Κάστορπ. Ο Χανς, αυτός ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο, ξεκινάει να επισκεφτεί τον ξάδερφό του Γιόαχιμ, «εκεί πάνω», στο σανατόριο. «Εκεί πάνω» και «εκεί κάτω» είναι δυο τοπικοί προσδιορισμοί που διατρέχουν το βιβλίο διαχωρίζοντας την υγεία, την καθημερινότητα, τη ρουτίνα της ζωής («εκεί κάτω»), από την ασθένεια, την εξαίρεση, τη ρουτίνα του θανάτου («εκεί πάνω»).
Μακριά από τον λήθαργο της καθημερινής ζωής, που συχνά τη σπρώχνουμε για να περνάει, ο Χανς συναντάει «εκεί πάνω» τον εαυτό του και την κοινωνία του επειδή, όπως μας λέει ο Τόμας Μαν, «ο άνθρωπος δεν ζει μόνο την προσωπική του ζωή ως άτομο αλλά συνειδητά ή ασυνείδητα και τη ζωή της εποχής του και των συγχρόνων του».
Ο Χανς συναντάει «εκεί πάνω» αξιομνημόνευτους χαρακτήρες. Δασκάλους του διαφωτισμού όπως τον Σεττεμπρίνι και του μυστικισμού όπως τον Νάφτα, γιατρούς και ασθενείς, αλλά και το φάντασμα του έρωτα όπως εμφανίστηκε στο παρελθόν του στο πρόσωπο του συμμαθητή του Χίππε και όπως φανερώνεται στο παρόν του στο πρόσωπο της Κλάβντια Σοσά. Μακριά από τον λήθαργο της καθημερινής ζωής, που συχνά τη σπρώχνουμε για να περνάει, ο Χανς συναντάει «εκεί πάνω» τον εαυτό του και την κοινωνία του επειδή, όπως μας λέει ο Τόμας Μαν, «ο άνθρωπος δεν ζει μόνο την προσωπική του ζωή ως άτομο αλλά συνειδητά ή ασυνείδητα και τη ζωή της εποχής του και των συγχρόνων του». Και παρά την «απλοϊκή του προσωπικότητα» όπως αρέσκεται να επαναλαμβάνει ο συγγραφέας, ο Χανς Κάστορπ ξεπερνάει τον εαυτό του όταν βρεθεί στα υψίπεδα: διαβάζει με πάθος, συζητάει, διαφωνεί, κυριολεκτικά αρρωσταίνει από την πολλή σκέψη. Και αρρωσταίνει επιτυχώς, αρρωσταίνει τόσο καλά ώστε καταφέρνει να μείνει στο Μαγικό Βουνό για επτά ολόκληρα χρόνια.
Τόσα χρόνια μείναμε κι εμείς οικογενειακώς στη Γερμανία. Το Βερολίνο ήταν το αντίθετο του Μαγικού Βουνού. Επίπεδη γη, ούτε ένα μικρό ύψωμα, μια απόπειρα ανύψωσης – ήμασταν περικυκλωμένοι όχι από τον αέρα των βουνών αλλά από τον αέρα της εφιαλτικής ευρωπαϊκής ιστορίας. Αυτό ήταν ένα ακόμη κοινό στοιχείο με τον Χανς, ένα στοιχείο που με βοήθησε να καταλάβω την εμμονή του άντρα μου με αυτόν τον παράξενο ρομαντικό ήρωα. Η αγκύλωση. Η ανακούφιση που μας παρέχει ο τοπικός αποκλεισμός και η ατμόσφαιρα σανατορίου. Ο Χανς, σκέφτηκα, προσπαθούσε να ανδρωθεί εκείνα τα επτά χρόνια, όπως εμείς προσπαθούσαμε να ενηλικιωθούμε στο Βερολίνο. Νέοι γονείς ενός κοριτσιού 14 μηνών ρίξαμε άγκυρα σ’ έναν άγνωστο τόπο αναζητώντας ζωτικές λύσεις. Όπως ο Χανς αναρωτιόταν μπροστά στα πολυκυτταρικά μορφώματα του οργανισμού, είναι «αποικίες μεμονωμένων ατόμων ή ενιαία έμβια όντα;», έτσι ταλαντευόμασταν ανάμεσα στο Εγώ και στο Εμείς, παρατηρώντας μ’ ένα παρόμοιο μικροσκόπιο το πολυκυτταρικό μόρφωμα της πυρηνικής μας οικογένειας. Το Βερολίνο ήταν το Μαγικό Βουνό μας.
Η πρόθεση και το αποτέλεσμα, τα ευγενή και αγενή ψέμματα της λογοτεχνίας, η ευπιστία του αναγνώστη, όλα τα ηθικά ζητήματα της συγγραφικής και της αναγνωστικής πράξης φωτίστηκαν για μένα διαβάζοντας τη θρασύτατη δήλωση «δεν κάνουμε μυθοπλασίες».
Θα μου πείτε, τι σας αφορά εσάς αυτό; Γιατί επιμένω να συγκρίνω τη ζωή μου με τη ζωή του Χανς Κάστορπ; Επειδή στο Μαγικό Βουνό βρήκα τα κλειδιά του είδους που ονομάζουμε auto-fiction, τα κλειδιά της μέθεξης ζωής και μυθοπλασίας. Στο Μαγικό Βουνό οφείλω κατά μεγάλο μέρος το γράψιμο του μυθιστορήματός μου Μπαρόκ. Εξηγούμαι: Όταν ο Τόμας Μαν γράφει «Και όμως δεν κάνουμε μυθοπλασίες αλλά μένουμε πιστά προσκολλημένοι στο προσωπικό βίωμα του απλοϊκού μας ήρωα», κάνει ακριβώς αυτό που αρνείται ότι κάνει: μυθοπλασίες. Η πρόθεση και το αποτέλεσμα, τα ευγενή και αγενή ψέμματα της λογοτεχνίας, η ευπιστία του αναγνώστη, όλα τα ηθικά ζητήματα της συγγραφικής και της αναγνωστικής πράξης φωτίστηκαν για μένα διαβάζοντας τη θρασύτατη δήλωση «δεν κάνουμε μυθοπλασίες». Αν κάνουμε μυθοπλασίες λέγοντας ότι δεν κάνουμε μυθοπλασίες, τότε γιατί να μη γράφουμε αυτοβιογραφικά κείμενα λέγοντας ότι δεν γράφουμε αυτοβιογραφικά κείμενα; Ποιος ορίζει τελικά τι είναι και τι δεν είναι εμπειρία;
Κράτησα αυτή την ανακουφιστική υποσημείωση το 2017 και διάβασα τοΜαγικό Βουνό κι εγώ για δεύτερη συναπτή φορά, ως αλφαβητάριο της ζωής μου. Στη φράση «Να τοι και οι Διόσκουροί μας! Ο Κάστορπ και ο Πολυδεύκης» αναγνώρισα τον πραγματικό μου ξάδερφο, τον Γιώργο, ο οποίος πέθανε σαν τον Γιόαχιμ, στα 40 του, και πήγε «εκεί πάνω». Ήξερα πια τι έπρεπε να κάνω: έκρυψα το Μαγικό Βουνό μέσα στο βιβλίο μου γράφοντας ότι ο ξάδερφός μου κι εγώ δήθεν αγαπούσαμε αυτό το μυθιστόρημα και αποκαλούσαμε αλλήλους Χανς και Γιόαχιμ. Ήταν –για μένα τουλάχιστον– ένα ωραίο μυθοπλαστικό ψέμα. Ωραίο ψέμα, αν χρειάζεται ορισμός, είναι αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε ότι διορθώνουμε τη ζωή μας και ότι την επινοούμε ξανά.
alt
Ο Τόμας Μαν (φωτογραφία © Fred Stein, 1943)
Ύστερα το Μαγικό Βουνό με οδήγησε από μόνο του σε δεκάδες άλλους συσχετισμούς, όπως συμβαίνει πάντα όταν εμπιστευόμαστε ένα βιβλίο τυφλά, όταν ανοιγόμαστε σε αυτό με τον νου και την καρδιά. Για τη συγγραφική ζωή βρήκα στο βιβλίο του Τόμας Μαν και ενσωμάτωσα στο Μπαρόκ μια φράση που ταίριαζε γάντι στους νεαρούς συγγραφείς: «Αποκτά κανείς γρήγορα μια δεξιότητα όταν αισθάνεται την ανάγκη της μέσα του;». Με άλλα λόγια, γίνεται κάποιος συγγραφέας από ανάγκη – που είναι η ύψιστη εκδήλωση της επιθυμίας;
Και θαύμασα βαθιά τον Τόμας Μαν, τον θαύμασα όπως θαυμάζεις έναν πατέρα με τον οποίο δεν μπορείς να αναμετρηθείς, επειδή σε αυτή την υπνωτιστική ερωτική εξομολόγηση κατάφερε να βάλει σχεδόν τα πάντα.
Αυτό που έκανα όταν κανείς δεν με κοίταζε ήταν να χρησιμοποιώ τη ζωή του Κάστορπ ως πατρόν για τη δική μου ζωή. Να ζω δια του Χανς. Την ασθένεια του σώματος την έζησα ως «ανάρμοστο υπερτονισμό της σωματικότητας», όπως διατάζει ο Χανς. Τον τρόμο της οικονομικής καταστροφής τον έζησα με την αποστασιοποίηση του λατινικού «sine pecunia» που επαναλαμβάνει ο Χανς όταν κρατάει τεφτέρι των ταπεινών του εξόδων. Την αποχή από τα κοινά την πέρασα χάρη στη φράση «δεν υπάρχει τίποτα πιο έξυπνο από το να ζήσει κανείς ένα διάστημα σαν να είχε μια ελαφριά tuberculosis pulmonum». Στον επαναστάτη και αριστοκράτη Νάφτα βρήκα το πρώιμο πορτρέτο του άντρα μου. Στην ταυτοφωνία του Ρανταμές και της Αίντας στον τάφο –έτσι όπως την περιγράφει ο Χανς σε μια από τις πιο ευφυείς μουσικές κριτικές που γράφτηκαν ποτέ– βρήκα τον προαιώνιο φόβο του ζευγαριού ότι μια μέρα θα τους καταπιεί το σκοτάδι. Στην ερωτική εξομολόγηση του Χανς στη Μαντάμ Σοσά, στην ευφυή του σύλληψη να γράψει αυτές τις σελίδες στα γαλλικά, βρήκα όλο το ρομαντισμό της νεανικής μου ζωής – το πάθος ως μια ξένη γλώσσα. Μια γλώσσα που μιλάνε μόνο οι εραστές, χαρούμενοι σαν παιδιά που κανείς δεν τους καταλαβαίνει.
Και θαύμασα βαθιά τον Τόμας Μαν, τον θαύμασα όπως θαυμάζεις έναν πατέρα με τον οποίο δεν μπορείς να αναμετρηθείς, επειδή σε αυτή την υπνωτιστική ερωτική εξομολόγηση κατάφερε να βάλει σχεδόν τα πάντα. Από την προφητεία του πολέμου, όταν η Μαντάμ Σοσά λέει στον Χανς Κάστορπ
«Αγαπάτε την τάξη περισσότερο από την ελευθερία, το ξέρει όλη η Ευρώπη»,
ως το χαριτωμένο χιούμορ
«Μιλάτε γερμανικά σας παρακαλώ».
«Ω, γερμανικά μιλώ και στα γαλλικά».
 
to magiko bouno amanta 700
Όλες οι ηλικίες του ανθρώπου είναι εκεί πάνω και εκεί έξω: στο χιόνι. Και θα ήταν πολύ μελαγχολικές αν ο Τόμας Μαν δεν φρόντιζε να απελευθερώσει τον Χανς από την πραγματικότητα δημιουργώντας την απόλυτη παραίσθηση. Στην κορύφωση της απελπισίας του ο ήρωάς μας παραλογίζεται: βλέπει νεαρούς με άλογα και κορίτσια με φλογέρες, κατσίκες, βοσκούς, παιδιά, ναούς. 
Θα κλείσω με το κεφάλαιο που διαδραματίζεται στο χιόνι, ένα κεφάλαιο που διαβάζω και ξαναδιαβάζω σε δύσκολες ώρες. Εκεί, το μείγμα κούρασης και διέγερσης που συντροφεύει τον Χανς όταν χάνει την αίσθηση προσανατολισμού, ο δραματικός τρόπος που μιλάει χωρίς χειλεόφωνα επειδή τα χείλη του έχουν παγώσει, περιγράφει τη ζωή που περνάμε όλοι μας σε συνθήκες οικοτροφείου. Τα μωρά που δεν μπορούν ακόμη να συνεννοηθούν στον παιδικό σταθμό, τους έφηβους στον περίκλειστο κόσμο τους, τα οικοτροφεία της οικογένειας, των πανεπιστημίων, των εργασιακών χώρων, των οίκων ευγηρίας, όλα αυτά τα μέρη στα οποία ζήσαμε και θα ζήσουμε αν γεράσουμε τελικά, αν έχουμε αρκετό χρόνο μπροστά μας.
Όλες οι ηλικίες του ανθρώπου είναι εκεί πάνω και εκεί έξω: στο χιόνι. Και θα ήταν πολύ μελαγχολικές αν ο Τόμας Μαν δεν φρόντιζε να απελευθερώσει τον Χανς από την πραγματικότητα δημιουργώντας την απόλυτη παραίσθηση. Στην κορύφωση της απελπισίας του ο ήρωάς μας παραλογίζεται: βλέπει νεαρούς με άλογα και κορίτσια με φλογέρες, κατσίκες, βοσκούς, παιδιά, ναούς. Και πίσω από ένα άγαλμα μητέρας και κόρης που ολοκληρώνει την παραίσθηση των Ηλυσίων Πεδίων βλέπει Μαινάδες, εφιαλτικές γυναίκες που καταβροχθίζουν ένα ξανθό παιδί σπάζοντας με κρότο τα κοκαλάκια του. Αλλά παραλογίζεται ο Χανς ή κάνει τέχνη; Απαντάο ίδιος ο Τόμας Μαν: «Η μεγάλη ψυχή, που είσαι μονάχα ένα μικρό της μέρος, πρέπει να ονειρεύεται μέσα από σένα, με τον δικό σου τρόπο, πράγματα που στα κρυφά πάντα τα ονειρεύεται – για τη νιότη της, για τις ελπίδες της, την ευτυχία και την ειρήνευσή της και για το ματωμένο γεύμα της».
Όπως στα όνειρα, έτσι και σε αυτό το ονειρικό μυθιστόρημα, ο Τόμας Μαν παίζει όλους τους ρόλους: είναι ο Χανς και ο Γιόαχιμ, ο Σεττεμπρίνι και ο Νάφτα, ο γιατρός, η νοσοκόμα και ο ασθενής, είναι ακόμη και η Μαντάμ Σοσά. Είναι η κουβέρτα που σκεπάζει τα πόδια των αρρώστων, το θερμόμετρο στο στόμα τους, είναι ολόκληρο το Μαγικό Βουνό που εκτείνεται τριγύρω τους. Σε ευτυχείς περιπτώσεις η μυθοπλασία είναι ακριβώς αυτό: ένας ολόκληρος συμπαγής κόσμος. 
Το κείμενο εκφωνήθηκε στο αφιέρωμα για τον Thomas Mann στις 5 Φεβρουαρίου στον Πολυχώρο των εκδόσεων Μεταίχμιο.

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Το τενεκεδένιο ταμπούρλο Günter Grass


"Το τενεκεδένιο ταμπούρλο» είναι ένα εξ-αιρετικό αριστούργημα του Γκύντερ Γκρας (1959), εμβληματικό, συγκλονιστικό, βλάσφημο και αντιπολεμικό, με έναν ήρωα από αυτούς που ποτέ δεν ξεχνάει ο αναγνώστης. Ο Όσκαρ (Ματσεράτ ή Μπρόνσκι ή Κόλιατσεκ) θα μας ακολουθεί για πάντα. Είναι ένας νάνος, ο οποίος στα τρία του χρόνια αποφάσισε πως δεν θέλει πια να μεγαλώσει, σταμάτησε την σωματική ανάπτυξή του και άρχισε να μεγαλώνει μόνο πνευματικά και σεξουαλικά. (Έτσι δεν κάνουν συχνά και οι κοινωνίες, πόσο μάλλον η Γερμανική του Πολέμου;) Ο Όσκαρ δεν μιλούσε, μόνο χτυπούσε ένα τενεκεδένιο ταμπούρλο όλη τη μέρα και μπορούσε με την τσιρίδα του να σπάσει κάθε γυαλί. Ο Όσκαρ είναι ένας φριχτός αφηγητής και πρωταγωνιστής, ένα εξάμβλωμα, που διαπερνά την κοινωνία της Γερμανίας στο Ντάντσιχ και έπειτα Γκνταντσκ, σε αυτή την πόλη που άλλαξε πολλές φορές χέρια. Ο Όσκαρ κρατείται σε ένα ψυχιατρείο για ένα φόνο που δεν διέπραξε. Οι φρουροί του τον εποπτεύουν, του φέρνουν και το χαρτί, στο οποίο ο Όσκαρ θα γράψει την αυτοβιογραφία του. Αυτό όμως που τον βοηθάει στην ανάκληση των αναμνήσεων είναι το τύμπανο που του είχε υποσχεθεί η μαμά του, το τενεκεδένιο του ταμπούρλο…Με τη βοήθειά του θα ανακαλέσει στη μνήμη τη ζωή του και παράλληλα την ιστορία της Γερμανίας, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, μια κτηνώδη και κακοποιημένη εποχή της Ευρωπαϊκής ιστορίας. Το ταμπούρλο χτυπά στους ρυθμούς της ζωής- της ιστορίας της προπολεμικής Πολωνίας και Γερμανίας, την άνοδο του Χίτλερ, την ήττα της Πολωνίας, την εισβολή των ναζί στην Ευρώπη και τέλος τον διαχωρισμό της Γερμανίας σε Ανατολική και Δυτική. Ένα βιβλίο σημαντικό στην εξερεύνηση της μεταπολεμικής Γερμανίας, το μυθιστόρημα αυτό είναι μοναδικό. Η φωνή του Όσκαρ και οι ήχοι του ταμπούρλου είναι στην ουσία η φωνή ενός ιδιαίτερου πλάσματος που οι Ναζί θεωρούσαν υποδεέστερο (μαζί με τους εγκληματίες, τους ομοφυλόφιλους και τους τυχοδιώκτες). Ο Όσκαρ με το ταμπούρλο του, με την στρεβλή του φαντασία, τις σεξουαλικές ορέξεις ενός σάτυρου και την ικανότητα να αναρριχάται παντού και πάντα, βγαίνει από τη σαπίλα αλώβητος, ενώ οι διπλανοί του πεθαίνουν ή πεινάνε. Μπορεί να μην ξέρει πώς να διαχειριστεί τον θάνατο, αλλά ξέρει πώς να διαχειριστεί τον εαυτό του. Ακόμα και στο τρελάδικο μπήκε με δική του επιλογή. Ο Όσκαρ, αυτός ο αφηγητής του εαυτού του είναι από τη μία συμπαθής, πολύ τραγικός και αγαπητός στον αναγνώστη, από την άλλη επαχθής, αναξιόπιστος, μισητός. Γιατί αυτός ο νάνος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο αντικατοπτρισμός της ίδιας μας της κοινωνίας. Μιλά για τουμπανιασμένα πτώματα, για περίστροφα που ο κύλινδρός τους θυμίζει τύμπανο, για επαναληπτικά πυρά όμοια με σφυροκόπημα τυμπάνου ή για τυμπανοκρουσίες και εννοεί επιδεικτική και θορυβώδη διαφήμιση. Τύμπανα χτυπούν παντού στον κόσμο, κρουστά τον συνοδεύουν στο θάνατο. 
Το «Τενεκεδένιο Ταμπούρλο» προκάλεσε σοκ στη μεταπολεμική Γερμανία το 1959 με την πρώτη του έκδοση που ήταν ανάλογο και της τεράστιας κυκλοφοριακής επιτυχίας του: μέσα σε έναν χρόνο η γερμανική έκδοσή του ξεπέρασε τα 300.000 αντίτυπα! Ήταν η πλέον πρωτότυπη αλληγορία για τις τύψεις και τις ενοχές του γερμανικού λαού απέναντι στον χιτλερισμό που προσπαθεί μάταια να αφυπνίσει τις συνειδήσεις που είναι κοιμισμένες, απονεκρωμένες, μουδιασμένες, βυθισμένες στην παθητικότητα και την ψευδαίσθηση. Η σημασία του υπήρξε τεράστια για τα ευρωπαϊκά γράμματα γιατί είναι καινοτόμο για την εποχή του και, σύμφωνα με τον Τζορτζ Στάινερ, ο Γκρας συνεχίζει εκεί όπου σταμάτησε ένας άλλος προπολεμικός συγγραφέας της Γερμανίας, ο Αλφρεντ Ντέμπλιν, με το κορυφαίο του μυθιστόρημα Βερολίνο, Αλεξάντερπλατς.

Λογοτεχνικά καφέ στην Ευρώπη

«Η στενή σχέση που συνδέει τα μεγάλα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά καφέ με την ανάπτυξη του Τύπου φαίνεται πολύ ξεκάθαρα με το παράδειγμα των καφενείων της Κεντρικής Ευρώπης. Στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη και την Πράγα εδραιώθηκε γρήγορα η συνήθεια να υπάρχει στη διάθεση των πελατών μία συνήθως πολύ μεγάλη συλλογή από τις ημερήσιες εφημερίδες, […] πολύ συχνά προσφερόταν ένα σημαντικό δείγμα και του διεθνούς ευρωπαϊκού Τύπου. […] Πολυάριθμα λογοτεχνικά κείμενα κάνουν αναφορά σε αυτά τα καφενεία τα οποία ηταν ταυτόχρονα αίθουσες ανάγνωσης, κοινωνικού σχολιασμού, αλλά επίσης αγαπημένο μέρος εργασίας για πολλούς συγγραφείς. Κάθονταν εκεί κάποιες φορές και μια ολόκληρη μέρα ή νύχτα για να παρατηρήσουν, να ακούσουν, να σημειώσουν ελεύθερα κάτω απο το καλοπροαίρετο βλέμμα των βιαστικών σερβιτόρων, της ταμία ή του ιδιοκτήτη.»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γάλλου ιστορικού Jaqcues Dugast «Η πολιτιστική ζωή στην Ευρώπη» το οποίο μελετά τα τριάντα χρόνια (1880-1910) που άλλαξαν την πολιτιστική ζωή της Ευρώπης.
Στην εικόνα, το Café Central στη Βιέννη, γύρω στο 1900.

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Το μεγαλείο της ζωής- το τέλος της ζωής του Φραντς Κάφκα

Ο Γερμανός Michael Kumpfmüller (γενν. 1961, ζει στο Βερολίνο) ήταν δικαίως αποδέκτης του Ευρωπαϊκού Βραβείου Λογοτεχνίας Jean Monnet το 2013 για το μυθιστόρημα «Το μεγαλείο της ζωής» (Die Herrlichkeit des Lebens). Μελέτησε προηγουμένως όλο το υλικό γύρω από τον Κάφκα, μαζί και όλα τα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, τα ημερολόγια του Κάφκα (η μεταξύ τους αλληλογραφία δυστυχώς δεν έχει διασωθεί) και κάποιες σελίδες που έγραψε η Ντόρα Ντιαμάντ για τη σχέση της με τον Κάφκα λίγο πριν πεθάνει το 1952 στο Λονδίνο για να ανασυστήσει την ιστορία του βιβλίου του. Είναι, όμως, αξιέπαινος ο τρόπος με τον οποίο μετέτρεψε έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα σε έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που μέσα σε λίγους μήνες προσπαθεί να βιλωσει το μεγαλείο της ζωής, την ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανός ένας άνθρωπος εξαιτίας ενός άλλου ανθρώπου. H δίψα για την επιβίωση αποτελεί βασικό στοιχείο του μύθου γύρω από τον Κάφκα, η φήμη του οποίου σημαδεύτηκε αρκετά από μια δυστυχισμένη ζωή εξαιτίας της αρρώστιας (φυματίωση) που τον ταλαιπώρησε στα πιο δημιουργικά του χρόνια και τελικά του αφαίρεσε τη ζωή στα 41 του. Τώρα, όμως, ο συγγραφέας φωτίζει - θα τολμούσαμε να πούμε - χαρούμενα τον μεγάλο συγγραφέα, ο οποίος στο τελευταίο έτος του βίου του ζει ένα μεγάλο έρωτα και παίρνει τη ζωή στα χέρια του, πριν να είναι πολύ αργά. Ο Κάφκα, μέχρι να γνωρίσει την Ντόρα Ντιαμάντ (κατά πολύ νεότερή του, ελκυστική και δυναμική, επίσης Εβραία, από την Πολωνία, μαγείρισσα στην κατασκήνωση της Εβραϊκής Στέγης του Βερολίνου) δεν είχε συγκατοικήσει ποτέ με μια γυναίκα. Οι μελετητές του θεωρούν ως εύλογη αιτία της αποστροφής του για δική του οικογένεια τη δύσκολη σχέση με τους γονείς του, ειδικά με τον αυταρχικό πατέρα του, κάτι που είναι εύδηλο και στα γραπτά του. Πιθανή αιτία φαίνεται να είναι και η αφοσίωσή του στο γράψιμο. «Τις γυναίκες πρώτα τις τραβούσε και μετά τις έδιωχνε από κοντά του, τις φόβιζε με το φόβο του, ανησυχούσε πως θα τον εμπόδιζαν στο γράψιμο». Θα είναι ο τελευταίος έρωτας του συγγραφέα της «Μεταμόρφωσης» και της «Δίκης» και ο λιγότερο γνωστός. Το καλοκαίρι του 1923, ο Κάφκα, ήδη βαριά άρρωστος με φυματίωση, γνωρίζει τον τελευταίο έρωτα της ζωής του και μέσα σε λίγες βδομάδες επιλέγει να ζήσει μαζί με τη γυναίκα που ερωτεύτηκε, μετακομίζει στο μεσοπολεμικό Βερολίνο, που ήταν όνειρο ζωής, εν μέσω βέβαια της φοβερής οικονομικής κρίσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τη λαίλαπα που ετοιμάζει το έδαφος για  τον Β΄ Παγκόσμιο ΠόλεμοΗ ζωή φυσικά δεν είναι εύκολη εκεί. Αλλάζουν συνεχώς σπίτι, οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν τρομακτικά, το μάρκο κατρακυλά και παρασύρει μαζί του τους Γερμανούς όλο και πιο βαθιά σε μιαν άβυσσο φτώχειας και δυστυχίας. «Για λίγο ζουν σαν μέσα σε γυάλινο θόλο, αδιάφοροι μάλλον για ό,τι συμβαίνει απ΄έξω, την τρομερή ακρίβεια που τελικά επηρεάζει και τη δική τους ζωή, τη γενική αναστάτωση, την πνευματική χρεοκοπία». Συγχρόνως, η αρρώστια δείχνει τα "δόντια" της. Η κατάστασή του επιδεινώνεται, οι πόνοι επανέρχονται, ο βήχας γίνεται επίμονος, το βάρος του διαρκώς μειώνεται. Μαζί και μια εποχή, προοίμιο για την άνοδο του ναζισμού, την τύχη των Εβραίων και την έλευση του Β΄ Παγκοσμίου ΠολέμουΌταν η κατάστασή του χειροτερεύει, επιστρέφει στην Πράγα για λίγο, μέχρι να εισαχθεί σε σανατόριο κοντά στη Βιέννη, όπου πεθαίνει στις 3 Ιουνίου του 1924, «μεσημέρι στην αγκαλιά της». Είναι γνωστό ότι εν ζωή ο Κάφκα δημοσίευσε ελάχιστα από τα κείμενά του. Πριν φύγει από τη ζωή έκαψε τα περισσότερα χειρόγραφά του και άφησε εντολή στον Μαξ Μπροντ , εκτελεστή της πνευματικής του κληρονομιάς, να κάψει ό,τι είχε απομείνει.  Το καλοκαίρι του 1924 η Ντόρα πήρε μαζί της στο Βερολίνο είκοσι τετράδια και τριάντα πέντε γράμματα του αγαπημένου της, τα οποία κράτησε παρά την επιθυμία του και αρνήθηκε να τα παραδώσει στον Μαξ Μπροντ που της τα ζητούσε επίμονα. Όμως τον Αύγουστο του 1933 κατασχέθηκαν από την Γκεστάπο, σε έφοδο στο διαμέρισμά της. Αλλά και η ζωή της Ντόρα Ντιαμάντ μοιάζει μυθιστορηματική: Ασχολήθηκε με το θέατρο και την εβραϊκή παράδοση, πλήρωσε κι αυτή τα ταραχώδη χρόνια που έζησε. Παντρεύτηκε τον διευθυντή της εφημερίδας του Κομμουνιστικού Κόμματος και μαζί του έφυγε το 1936 στη Σοβιετική ΄Ενωση για να σωθούν από τους ναζί. Μετά από τρία χρόνια, όταν ο σύζυγός της συνελήφθη κατά τις σταλινικές εκκαθαρίσεις, δραπέτευσε στην Αγγλία, ζώντας τη δύσκολη ζωή των Εβραίων εμιγκράδων. Απολαυστικό βιβλίο σε μια καταπληκτική ελληνική γλώσσα, μετάφραση  Μαρίας Αγγελίδου.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Το μικρό είναι μεγάλο μέσα σε ένα βιβλίο! Ακόμα μεγαλύτερο σε ένα παιδικό...

«…Όταν ήμουνα παιδί, έτρεχα ώρες ατέλειωτες στη στέπα, κυνηγώντας το ουράνιο τόξο… Τώρα ξέρω… Το ουράνιο τόξο είναι φτιαγμένο απ’ όλα τα όνειρα των παιδιών, απ’ όλα τα ποιήματα και τα παραμύθια των λαών. Το ουράνιο τόξο είναι ολάκερη η παιδική λογοτεχνία του πλανήτη μας, καμωμένο από την αγάπη, τη φιλία, την καλοσύνη που είναι μέσα στα βιβλία για τους νέους. Όσο πιο όμορφα τα βιβλία για τους νέους ανθρώπους τόσο πιο λαμπερό το ουράνιο τόξο, το σημείο της ειρήνης πάνω από τον κόσμο».

ΝΤΟΡΖΙΝ ΓΚΑΡΜΑΑ
(Ποιητής από τη Μογγολία)
"...Στο βιβλίο, το μικρό είναι πάντα μεγάλο, κι όχι μόνο όταν έρχεται η ενηλικίωση. Το βιβλίο είναι ένα μυστήριο, όπου μπορεί να βρεθεί κάτι απρόβλεπτο ή κάτι άπιαστο. Εκείνο που οι αναγνώστες μικρής ηλικίας δεν μπορούν να συλλάβουν στο μυαλό τους παραμένει αποτύπωμα στη συνείδησή τους και συνεχίζει να ενεργεί έστω κι αν δεν ήταν απόλυτα κατανοητό. Ένα εικονοβιβλίο μπορεί να λειτουργήσει ως μικρό θησαυροφυλάκιο σοφίας και πολιτισμού ακόμα και για ενηλίκους, όπως τα παιδιά μπορούν να διαβάσουν ένα βιβλίο για ενηλίκους και να βρουν τη δική τους ιστορία, έναν υπαινιγμό για τη ζωή τους που αρχίζει ν’ ανθίζει. Ο πολιτιστικός περίγυρος διαμορφώνει τους ανθρώπους, τους προετοιμάζει για τις εντυπώσεις που θα έρθουν στο μέλλον, καθώς και για τις δοκιμασίες που θα χρειαστεί ν’ αντιμετωπίσουν παραμένοντας ακέραιοι..."




Τρίτη 31 Μαρτίου 2020


ONLEIHE- Ψηφιακή βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Γκαίτε
Μπορείτε να δανειστείτε ηλεκτρονικά βιβλία, είτε για τη δουλειά σας, είτε λογοτεχνικά, ταινίες, εφημερίδες, ακουστικά βιβλία, όλα διαδικτυακά. Φυσικά δεν θα επιστρέψετε αυτό που δανειστήκατε, όπως στην κλασσική βιβλιοθήκη, αλλά θα έχει ένα χρονικό περιθώριο που θα επιτρέπεται η χρήση του και κάποια στιγμή θα λήξει. Απαιτείται μόνο να εγγραφείτε χωρίς κόστος. 

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Ο Φόλκερ Βαίντερμαν (Volker Weidermann), ο Γερμανός συγγραφέας που έχει κερδίσει

το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού με τα πρώτα του ήδη βιβλία σε νεαρή ηλικία και με την λογοτεχνική του παρουσία γενικότερα: Κριτικός λογοτεχνίας και παρουσιαστής της εκπομπής "Literarische Quartett" στο γερμανικό κανάλι ZDF:
https://www.zdf.de/kultur/das-literarische-quartett 
Μας έκανε την πρώτη έκπληξη με το βιβλίο του "Οστάνδη 1936. Στέφαν Τσβάιχ και Γιόσεφ Ροτ. Το καλοκαίρι πριν από το σκότος" που επαληθεύει πως τις καλύτερες σελίδες τις γράφει η ίδια η ζωή.

Το καλοκαίρι του 1936, καθώς η Ευρώπη βυθίζεται στο ναζιστικό σκοτάδι, μια παρέα αυτοεξόριστων συγγραφέων βρίσκει την ευκαιρία να κάνει κι αυτή διακοπές στην Οστάνδη, παραθαλάσσιο θέρετρο του Βελγίου, αγαπημένο προορισμό τόσο των καλλιτεχνών, όσο και των τελευταίων εκπροσώπων της προπολεμικής αριστοκρατίας. Ανάμεσά τους, δύο Αυστριακοί πολίτες, εβραϊκής καταγωγής, πιστοί φίλοι, διάσημοι πεζογράφοι: Ο Στέφαν Τσβάιχ και ο Γιόζεφ Ροτ.
Ο Τσβάιχ είναι εκείνη την εποχή ο πιο εμπορικός γερμανόφωνος συγγραφέας διεθνώς, διάσημος όσο τουλάχιστον και ο νομπελίστας Τόμας Μαν. Τα βιβλία του, μεταφρασμένα σε τουλάχιστον είκοσι γλώσσες, κυκλοφορούν σε όλον τον κόσμο. Ομως το 1936 πληροφορείται την απαγόρευση των βιβλίων του στη Γερμανία. Παράλληλα όμως διατηρεί ακέραιη τη μεγάλη του περιουσία, ενώ η ρομαντική σχέση του με τη νεαρή γραμματέα του Λότε εξελίσσεται.
Από την άλλη, ο αλκοολικός και πάντα βλάσφημος Εβραίος Γιόζεφ Ροτ βρίσκεται σε παρακμή. Του απομένουν μονάχα τρία χρόνια ζωής και, παρά τις προκαταβολές που εξασφαλίζει από τους εκδότες του, δεν μπορεί πια να ολοκληρώσει ούτε ένα διήγημα. Νοσταλγεί μεν την παλιά Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και τη μοναρχία, δεν συντάσσεται όμως με τίποτα με τον εθνικισμό και τον φασισμό. Αυτοεξόριστος, γυρίζει από χώρα σε χώρα, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, χωρίς να βρίσκει ασφαλές καταφύγιο πουθενά. Οταν αποδέχεται την πρόταση του Τσβάιχ να περάσουν μαζί τους καλοκαιρινούς μήνες, βρίσκεται λίγο πριν από την κατάρρευση.
Στην Οστάνδη θα έχουν γύρω τους διάσημους και «απαγορευμένους» λογοτέχνες: τον Εγκον Κις, Ερνεστ Τόλερ, Αρθουρ Κέστλερ, Χέρμαν Κέστεν. Σχηματίζεται έτσι στο γνωστό αυτό θέρετρο με τις ομπρέλες και τα πολυτελή μπιστρό, μια "Βαβέλ" όμορφων και καταραμένων δημιουργών, διακεκριμένες μορφές της κεντροευρωπαϊκής ελίτ, που απολαμβάνουν τη θέα της θάλασσας με συγκίνηση, αλλά και με ανησυχία και φόβο, γιατί γνωρίζουν πως σε τούτη την ακροθαλασσιά δεν είναι τουρίστες, αλλά φυγάδες, εξόριστοι, πρόσφυγες με ημερομηνία λήξεως. Η μόνη πατρίδα που τους έχει απομείνει είναι η μητρική τους γλώσσα.
Η Οστάνδη είναι καταφύγιο ή ο προθάλαμος της Κόλασης; Ο Φόλκερ Βάιντερμαν θέτει τα ερωτήματα με χιούμορ, αλλά και στοχασμό, αφήνοντας να απαντήσουν τα γεγονότα. 
 "Οστάνδη 1936. Στέφαν Τσβάιχ και Γιόσεφ Ροτ. Το καλοκαίρι πριν από το σκότος" Φόλκερ Βάιντερμαν, μτφρ.: Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Αγρα 2017

Τι θα γινόταν αν οι συγγραφείς είχαν την εξουσία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο; Αν ο Κλάους και ο Τόμας Μαν, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο Βίκτορ Κλέμπερερ. ο Κουρτ Αισνερ βρίσκονταν για λίγα χρόνια στην πρώτη γραμμή του πυρός;

 Μετά από δύο χρόνια επανέρχεται με ένα συγκλονιστικό βιβλίο που περιστρέφεται γύρω από μία κρίσιμη ιστορική στιγμή που συντάραξε τη Γερμανία, αλλά και όλη την Ευρώπη, μεταξύ Νοεμβρίου 1918 και Απριλίου 1919. Τι συνέβη πραγματικά τότε; Μια στιγμή στην Ιστορία, που έκανε τα πάντα να φαίνονται εφικτά...Στην πρώτη γραμμή ποιητές, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και δραματουργοί...Ο Βαιντερμαν δημιούργησε ένα πρωτότυπο και ιστορικό θρίλερ, που ρίχνει ένα κάποιο φως στη σκιά των όσων γνωρίζουμε.


"Ονειροπόλοι.Όταν οι συγγραφείς πήραν την εξουσία. Γερμανία 1918", Φόλκερ Βάιντερμαν Εκδόσεις Άγρα 2019
Ακολουθεί μια συνέντευξη του συγγραφέα στα Γερμανικά:


Antonio Pellegrino: Im Herbst 1918 fing alles an: Von Russland aus sprang ein Funke auf ganz Europa über – insbesondere auf Deutschland. Die Zeichen standen auf Revolution, auf Weltrevolution.
Volker Weidermann: Ja, es galt eine völlig neue Welt zu erschaffen, denn die alte war durch den Krieg total zerstört. Es hatte unglaublich viele Opfer gegeben und die Menschen hatten das Vertrauen verloren, sie hatten nichts mehr, dem sie vertrauen wollten. Die alte Welt war zusammengebrochen und jetzt galt es, eine neue zu errichten. Die Chance war großartig, es war wirklich eine Stunde Null, in der man wie auf einem leeren Blatt Papier anfangen konnte, eine neue Welt zu schreiben und das, was man sich im Kopf immer schon ausgedacht hatte, in die Wirklichkeit zu übersetzen.
Das bayerische Königshaus war offenbar nicht mehr dazu in der Lage, die Folgen des Ersten Weltkriegs aufzufangen...
König Ludwig III. und die Königsfamilie waren am Ende des Krieges im November 1918 eigentlich zu gar nichts mehr in der Lage. Wenn man die Geschichte der Flucht dieses Königshauses ansieht, waren sie wohl auch innerlich bereit und hatten erkannt, dass ihre Zeit vorbei war. Um die Königsfamilie in die Flucht zu schlagen, brauchte es wirklich nicht mal einen Pistolenschuss, es löste sich fast wie von selbst. In so einem Märchenkönigreich löste sich das Alte auf und das Königshaus stahl sich in Nacht und Nebel davon.

Dann die große Kundgebung auf der Theresienwiese am 7. November 1918: SPD-Anhänger fordern Frieden und Freiheit, auf der anderen Seite die Unabhängigen Sozialisten um Kurt Eisner, die skandieren "Kein Frieden ohne Revolution!" Für kurze Zeit stand München im Mittelpunkt Deutschlands.
In Berlin gab es auch einie Revolution, aber dort hatte alles sofort parteipolitischen Charakter, dort haben sich sofort Sozialdemokraten und Kommunisten bekämpft. Da ging es vom ersten Moment an sehr, sehr blutig zu.
In München und in Bayern hatte das alles am Anfang noch so einen menschenfreundlichen und gemeinschaftlichen Charakter, der auch nicht gleich von Parteipolitik beherrscht war. Der Mann, der sich an die Spitze setzte, war eigentlich von der SPD und von anderen gar nicht unbedingt vorgesehen: Kurt Eisner war eigentlich Theaterkritiker, hatte im Krieg schon gegen die Bewaffnung demonstriert. Er war auch ins Gefängnis gewandert, weil er den Munitionsarbeiterstreik organisiert hatte. Aber das war einfach der Mann, der die Sekunde der Revolution erkannte.
Eigentlich war Erhard Auer der Vorsitzende der SPD
und der hatte eigentlich auch den viel besseren Platz auf der Theresienwiese. Er war ganz sicher, er ist der bessere Redner, er wird die Leute schon beruhigen. Aber die Leute wollten nicht beruhigt werden, die Leute wollten jetzt selbst an die Macht. Und da war an diesem Nachmittag am 7. November Kurt Eisner ihr Mann. Er sammelte die Menge, ging ihnen voran und setzte sich einfach auf den frei gewordenen Stuhl.

Antonio Pellegrino: Protagonisten der Revolution waren Gustav Mühsam, Ernst Toller, Gustav Landauer, Oskar Maria Graf.  Dichter, Schriftsteller, Journalisten, Dramatiker, die für direkte Demokratie und soziale Gerechtigkeit kämpften. Ein utopisches Unterfangen?
Volker Weidermanan: Außerordentlich utopisch, aber eben mit Zugriff auf die Wirklichkeit. Ein großer Unterschied der Ereignisse in den ersten Wochen in München zu den Ereignissen in Russland war zum Beispiel, dass jemand wie Kurt Eisner seine Programmatik nicht in parteipolitischen Schriften fand, sondern vor allem in der Literatur und in der Musik. In seiner ersten großen Regierungsansprache hat er zum Beispiel gesagt, Beethovens Neunte Symphonie setzen wir jetzt in die Tat um! Wir setzen Hölderlin in die Tat um, wir setzen Goethe in die Tat um! Und die Utopie, die diese Männer am Anfang vereinte, war tatsächlich die Literatur, der deutsche Geist, die deutsche Musik: Die Vereinigung der Menschen, eine neue Gemeinschaft unter der Herrschaft der Bücher.

Wenn man sich die Ziele der Revolutionäre anschaut: War die Revolution von heute aus betrachtet von vornherein zum Scheitern verurteilt?
Von heute aus betrachtet unbedingt. Denn man hatte einfach überhaupt keine Erfahrung, man hatte nicht einmal ein Programm, man hatte gar kein Personal, man hatte gar nichts. Man hatte einfach nur ein großes Herz, viel Liebe, viele Ideen und unglaublich viel Naivität. Von heute aus betrachtet sagt man schnell: Die sind verrückt geworden. Aber das ist eigentlich falsch, denn faktisch waren sie die ersten. Sie waren die, die etwas ausprobierten, die dachten: Wenn der König erst mal weg ist, dann wird es sich schon richten. Kurt Eisner dachte: Ich weiß schon, was die Leute wollen.
Oder etwa Ernst Toller, der dann später, in der ersten Phase der Räterepublik, die Macht übernommen hatte: Das erste was Toller tat, war nicht irgendwelche Gesetze erlassen, sondern den Palast der Wittelsbacher für das Volk zu öffnen. Für die Leute, die doch Pläne hatten, die doch Ideen hatten die sollten sie ihm mitteilen und er würde das in die Tat umsetzen. Und natürlich ist ihm schon nach einem halben Tag aufgefallen, dass das nie funktionieren wird. Aber er war selbst irgendwann Gefangener eben der Taten, die er selbst begangen hatte und musste die Konsequenzen tragen. Auch von Eisner gibt es eine Aktennotiz eine Woche später, in der er sagt: Das ist alles
gescheitert, das wird alles nichts! Aber zu dem Zeitpunkt war es dann auch sehr schwer, einfach zu sagen: Leute, ich gehe, seht, wie ihr weitermacht. Aber sie wussten schon selbst, dass es nicht klappen konnte.
Und dann gab es wieder sehr konkrete, realistische Pläne, z.B. bei Gustav Landauer. Dieser Anarchist, der die Universitäten für Arbeiter und für Frauen öffnen wollte, der ein egalitäres Schulsystem einführen wollte. Einige von denen hatten schon sehr konkrete und absolut moderne Vorstellungen. Aber insgesamt gab es einfach nicht diesen großen Plan – auch nicht das Personal. Sie hatten einfach diese herrliche Chance des leeren Schreibtisches, aber auch diese gigantische Gefahr, weil sie auf gar nichts aufbauen konnten.

Antonio Pellegrino: Schließlich überrollt eine Welle des Antisemitismus Bayern. Hängt das damit zusammen, dass die meisten Protagonisten der Revolution Juden waren?
Volker Weidermann: Ja, die meisten Protagonisten der Revolution waren in der Tat Juden. Gleichzeitig brauchte man aber auch einen Schuldigen für die Niederlage im Krieg. Die Presse und die Regierenden hatten ja noch bis wenige Monate vor Ende des Krieges phantastische Siegesnachrichten verkündet und dann war plötzlich alles vorbei, man hatte verloren. Man hatte unglaublich viele Menschen verloren – und jetzt war man auch noch schuld! Man wollte aber nicht schuld sein, völlig verständlicherweise. Deutschland wollte nicht auch noch schuld sein. So suchte man sich eben jemand anderen. Dann gab es die Dolchstoß-Legende auf der einen Seite. In München kam aber auch noch dazu, dass die Menschen zunächst halb belustigt, halb nicht ernstnehmend diese neuen Machthaber sahen. Irgendwann war es aber nicht mehr lustig, es ging den Menschen immer schlechter, die Folgen des Krieges wurden immer sichtbarer. Und dann waren da diese
Traumtänzer mit den langen Bärten an der Macht. Es hatte sich in den Menschen einfach wahnsinnig viel Hass aufgestaut, für den diese Juden in München ein besonders sichtbares und dankbares Ziel waren.

Antonio Pellegrino: Gustav Landauer hat einmal gesagt: "Eine Revolution ist nur dadurch zu retten, indem man sie weiterführt." Es schien eigentlich alles so greifbar nah, aber Dichter und Volk, geht das überhaupt zusammen?
Volker Weidermann: Die Geschehnisse scheinen uns darauf hinzuweisen, dass es zumindest damals ein gigantisches Missverständnis der Dichter war, die glaubten, sie dichteten für das Volk. Jemand wie Kurt Eisner glaubte auch an die Volksoper, an das Theater als Volkserziehung. Er glaubte, dass die Arbeiter eine Sehnsucht nach dem Gedicht und nach der Oper haben. Das war schon ein außerordentlich idealistisches Menschen- und Arbeiterbild, das er in der kurzen Zeit seiner Regentschaft dann beiseite legen musste. Den Arbeitern damals ging es einfach um ein besseres Leben, um etwas mehr Geld, um Essen, größeren Wohnraum. Das haben die ganzen "Hölderlinverwirklicher" doch ein bisschen unterschätzt. Diese Zeit in München scheint uns sehr zu lehren, dass Dichter und das Volk in sehr unterschiedlichen Sphären zuhause sind.
Dann müssten wir es also eher mit Joseph Hofmiller halten, der geschrieben hat: "Jede Revolution beginnt damit, dass die Literaten mit Tendenzen kokettieren, durch deren Sieg sie selbst an die Wand gedrückt oder an die Wand gestellt werden"?

Wie schrecklich, wenn es so wäre! Aber gerade diese bewegten Zeiten der Revolution in München haben mich eigentlich gelehrt, an jedem Tag, in jeder Minute hätte die Geschichte auch komplett anders verlaufen können. Die Dichter mussten nicht "an die Wand gestellt werden". Ich kann mir alle möglichen Verläufe von damals vorstellen. Ich kann mir auch vorstellen, dass hier ein Tableau mit Möglichkeitsformeln bereitet worden wäre, und dass ein weiser Mann wie Kurt Eisner, der tatsächlich seine Rücktrittsrede in der Tasche hatte, einfach zurückgetreten wäre. Und dass dann eine vernünftige neue Regierung gekommen wäre, die vielleicht wesentliche Elemente, Ideen, Verrücktheiten der alten Regierung aufgenommen und in einen vernünftigeren Rahmen gespannt hätte.
Ich glaube nicht – ja, ich weigere mich zu glauben, dass es so ausgehen musste. Dichtung und Arbeiterklasse und das sogenannte Volk sind getrennte Sphären. Aber das heißt nicht, dass die einen die anderen am Ende erschießen müssen. Ich glaube, dass so eine Regierung Anregungen und Ideen von diesen verrückten Typen schon mit offenen Ohren und offenen Augen aufnehmen könnte. Nennen wir es Kompromiss, obwohl das jemand wie Ernst Toller oder die ganzen Dichter des Absoluten natürlich auch als das Unangenehmste empfunden hätten. Aber ich glaube, so etwas wie Kompromisse sind denkbar.

Und gerade heute, in einer Zeit, wo wir von Sachzwängen, von gigantischen Behörden, von Alternativlosigkeiten der Politik umstellt sind, denke ich immer, dass ein Schuss Utopie, ein Schuss Dichtung, ein Moment anderen Denkens für ein demokratisches System absolut überlebensnotwendig ist. Auch dafür sind Dichter die richtigen Leute. Leute, die keine Grenzen im Kopf haben und deren Arbeitsgrundlage die Alternative ist, die Anti-Alternativlosigkeit.