Η Πίνα Μπάους, εμπλούτισε το λεξικό της γλώσσας, του σώματος και της ψυχής, με αλήθεια. Αντιμετώπισε τον χορό, όχι ως μια τέχνη αμιγούς απομίμησης της ζωής μέσω της τεχνικής, αλλά ως την ίδια την ζωή, με στολίδι την εσωτερική ψυχοσύνθεση του χορευτή. Δια βίου ζωής, σε κάθε χορευτικό της βήμα , έκανε φανερή την πίστη της στην αιωνόβιο δικαίωμα της «άρθρωσης» του σωματικού λόγου, σπάζοντας ταμπού και προκαταλήψεις της εποχής της και αποδεικνύοντας μας πως ο χορός δεν αναγνωρίζει ηλικίες, μονάχα πάθος! Στα εφηβικά ακόμα χρόνια της, η Πίνα Μπάους (1940-2009) είχε αντιληφθεί την θέση της στον μεγαλειώδη κόσμο της κίνησης. Πρώτος σταθμός της εκπαίδευσης της στην τέχνη του χορού, αποτέλεσε η σχολή «Folkwang School», με διδάσκοντες και χορογράφους – σύμβολα της εκπροσώπησης της εξπρεσιονιστικής θεωρίας στον χορό, όπως οKort Jooss. Οι σπουδές της συνεχίστηκαν στο Juilliard School της Νέας Υόρκης. «Η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ» αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για μια ακμάζουσα χορευτική πορεία. Όπως η ίδια αναφέρει αργότερα, «η Νέα Υόρκη είναι μια ζούγκλα απόλυτης ελευθερίας, που μέσα της μπορείς να βρεις τον εαυτό σου». Τελικά, οι σπουδές της «κατευθύνθηκαν» στο Metropolitan Opera’s Ballet Company, όπου έγινε μέλος. Στην αρχή της καριέρας της, οι απόψεις για το έργο της διίστανται. Κάποιοι κριτικοί, θεωρούσαν πως οι παραστάσεις της έκρυβαν χορευτική «ασχήμια». Από την αντίπερα όχθη, οι πιο διορατικοί κριτικοί έβλεπαν μια συνεχώςαναπτυσσόμενη και ουσιαστική πρωτοπορία σε κάθε χορευτικό της βήμα. Η στιγμή της «συλλήβδην αναγνώρισης της» από τον κόσμο του χορού, «παραμόνευε» ανήσυχη μέχρι την στιγμή που εξερράγη. Η Πίνα Μπάους, τόλμησε να αλλάξει την κλασσική σύσταση και το μοτίβο που ακολουθούσαν όλοι οι χορογράφοι της εποχής της. Εισήγαγε στον ευρύτερο «χορευτικό κόσμο» το χοροθέατρο, εναρμονίζοντας την τέχνη του χορού με την υποκριτική, την παντομίμα, τα ακροβατικά και την μουσική. Οι παραστάσεις της πάντοτε άρχιζαν με μεμονωμένες χειρονομίες χορευτών, που αντικατόπτριζαν πλήρως ένα συγκεκριμένο συναίσθημα. Η «χαρμόσυνη» οδός των κινήσεων, στέκονταν εσκεμμένα σε πλήρη αντίθεση με το δράμα των παραστάσεων, ώστε να τονιστεί η εσωτερική ψυχοσύνθεση των αντίρροπων συναισθημάτων του ανθρώπου. Την δεκαετία του ’70 ανέλαβε – ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση- , την διεύθυνση του Χοροθεάτρου του Βούπερταλ. Ξεκίνησε τότε, ένα νέο κύμα περιοδειών σε κάθε γωνιά του ορατού κόσμου. Για όλες τις πόλεις που φιλοξένησαν την τέχνη της, η σπουδαία χορεύτρια και χορογράφο δημιουργούσε -ξεχωριστά για την κάθε μια, ένα μοναδικό έργο. Μεταξύ των πολλών «υπερατλαντικών» και ευρωπαϊκών καλλιτεχνικό-χορευτικών παρακαταθηκών της, δημιούργησε για την Βραζιλία το έργο Agua,για την Λισσαβόνα το έργο Marusca Fogo και για την Κωνσταντινούπολη το Nefes.Αποτέλεσε την σημαντικότερη χορογράφο της εποχής της, γιατί δεν φοβήθηκε το διαφορετικό, το επίφοβο για κριτική, αλλά το έβαλε ως βασιλική κορόνα στις δημιουργίες της. Και η τέχνη που «υπηρέτησε», την αντάμειψε για την τόλμη της. Στα γενναία αυτά πιστά στον χορό πλαίσια, χορογραφεί την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης», με τους χορευτές να «ζωγραφίζουν» στην σκηνή μέσω τους σώματος τους πάνω σε ένα βουνό χώματος. Στην παράσταση της, Café Muller, οι χορευτές κινούνται χτυπώντας πάνω στα έπιπλα που έχουν κατακλύσει την σκηνή και «χορεύουν» μαζί τους.Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι παραστάσεις: Rite of Spring και Nelken, κατά την διάρκεια των οποίων, οι χορευτές/χορεύτριες καλούνται να χορέψουν σε μία σκηνή γεμάτη μυρωδάτα και πολύχρωμα λουλούδια. Το στοιχείο της φύσης, δεν έλειψε και από την παράσταση Palermo Palermo, κατά την οποία οι χορευτές χόρευαν με ένα μήλο στο κεφάλι τους. Το χορευτικό γεγονός όμως, που καθόρισε την πορεία της Πίνα Μπάους και της χάρισε τον τίτλο της γυναίκας που κατέρριψε τα γραφικά πρότυπα των χορευτών και των χορευτριών, ήταν το «Kontakthof». Η Πίνα Μπάους, όπως και πολλοί ακόμα χορογράφοι της εποχής της, θέλησε να ανακαλύψει την κινησιολογική – χορευτική μαγεία του γεμάτου από εμπειρίες σώματος, εμπλουτισμένο με αρώματα και μνήμες άλλων εποχών. Διαλέγει λοιπόν 27 ερμηνευτές/ερμηνεύτριες, άνω των 65 χρόνων, οι οποίοι δεν είχαν προγενέστερα καμία επαφή με τον χορό. Στην παράσταση ,ηχούν τραγούδια της δεκαετίας του ’30,οι χορευτές και οι χορεύτριες φλερτάρουν μεταξύ τους, μαλώνουν, βιώνοντας μέσω του χορού όλες τις κοινωνικές τους στιγμές. Η επιλογή μεγάλων ηλικιακά χορευτών/τριών κρύβει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ζωντάνια από την «νεολαία», καθώς η ζωηράδα που κρύβει ακόμα και η πειθαρχία τους, είναι αναμφισβήτητα μοναδική.Το 1975, ο Βιμ Βέντερς παρακολούθησε την παράσταση της Πίνα Μπάους «Café Müller», από το Tanztheater Wuppertal στην Βενετία. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος , για να εκτιμήσει το ταλέντο που είχε, να συγκινεί τα πλήθη μέσω της ιδιαιτερότητας και του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα των παραστάσεων της. Θέλησε τότε, να αποτυπώσει την μαγεία των παραστάσεων της, σε μια ταινία. Το μόνο που έλειπε για την πραγμάτωση της ταινίας, εφόσον το κινηματογραφικό όνειρο έβρισκε σύμφωνη την Bausch,ήταν η τεχνογνωσία και τα μέσα ώστε να μπορούν να «μεταφερθούν» τα συναισθήματα των ζωντανών παραστάσεων, στο γυαλί και στην 7η τέχνη. Την λύση, σε αυτόν τον προβληματισμό των Βέντερς και Μπάους, ήρθε να δώσει το 3D.Ο Βέντερς χρησιμοποίησε τότε, για πρώτη φορά στην κινηματογραφική του πορεία ,το 3D ως ιδανικό μέσο αποτύπωσης. Και οι δύο, άρχισαν να ερευνούν και να δουλεύουν πυρετωδώς, για την πραγματοποίηση του κινηματογραφικού τους πλέον ονείρου, επιλέγοντας τις παραστάσεις «Café Müller», «Le Sacre du printemps», «Vollmond» και «Kontakthof», να «πρωταγωνιστήσουν» στην ταινία τους.Η μοίρα όμως επιφύλασσε, το όνειρο τους να διακοπεί βιαίως από την ξαφνικό θάνατο της Μπάους. Εξαιτίας του πένθους και της πεποίθησης, πως τίποτα δεν θα είναι το ίδιο χωρίς την Μπάους,ο Βιμ Βάντερς αποφασίζει αρχικά νασταματήσει την ταινία. Ωστόσο, στο πέρας του χρόνου, η πηγαία του ανάγκη, όπως και των μαθητών και συνεργατών της, να κρατήσουν ζωντανό και αιώνιο το έργο της, τον οδηγούν στην ολοκλήρωση της πολυπόθητης ταινίας. Η Πίνα Μπάους αγάπησε τον χορό και αγαπήθηκε από όλον τον κόσμο της τέχνης του χορού, επειδή αγάπησε τον άνθρωπο. Πίστεψε στον άνθρωπο. Πίστεψε στις μνήμες του, στα συναισθήματα του και την ανάγκη του για έκφραση. Δεν φοβήθηκε το διαφορετικό, το εκτίμησε και ανέδειξε την άγρια ομορφιά που κρύβει. Ήταν μια πραγματική επαναστάτρια. culturenow
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου