Ετικέτες

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Βιβλία & Ταινίες για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων & τον Β' Π.Π.


ΒΙΒΛΙΑ- ΚΕΙΜΕΝΑ


Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, Πατάκης (2000)
Τζον Μπόιν- Το παιδί με την ριγέ πιτζάμα (2006)
Γκίλα Αλμαγκόρ, Το καλοκαίρι της Αβίγια, Κέδρος (2002)
Stewart Ross, Τα σπίτια με το αστέρι, Μια ιστορία από το Ολοκαύτωμα, Σαββάλας (2005)
Karen Livine, Η βαλίτσα της ΧάνναΣαββάλας, 2005
Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ, Το παιδί του Νώε, Opera, 2007
Το ημερολόγιο της Rutka, Πατάκης, 2011
Φρεντ Ούλμαν, Ξαναβρήκα το φίλο μου, Πατάκης, 2001
Ιρέν Κοέν Ζανκά, Το δέντρο βλέπει, Κόκκινο, Καλαμάτα 2012
Η κλέφτρα των βιβλίων
Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Τα τέρατα του λόφου, Πατάκη, Αθήνα 2002
Μάους, Zoobus, 2007, του Αρτ Σπίγκελμαν
Μάουτχαουζεν
Μόνος στο Βερολίνο- Hans Fallada
Nach dem Holocaust. Juden in Deutschland 1945- 1950- Michael Brenner
Am Beispiel Weiden: Jüdischer Alltag im Nazi. Würzburg 1983
Deborah Lipstadt- Denying the Holocaust: The growing Assault on Truth and Memory
Μαρκ Μαζάουερ- Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Αλεξάνδρεια, 1994
Θανάσης Τριαρίδης: Για την ιερή μνήμη των Εβραίων που φύγανε http://www.triaridis.gr/keimena/keimD025.htm
Τα Άουσβιτς της Δυτικής Όχθης http://www.triaridis.gr/keimena/keimD010.htm
Για την ιερή μνήμη των Εβραίων  http://www.triaridis.gr/keimena/keimD025.htm
Το δικαίωμα του να είσαι φασίστας http://www.triaridis.gr/keimena/keimD031.htm
Η θρησκεία του ναζισμού http://www.triaridis.gr/keimena/keimD034.htm
Το Άουσβιτς δεν τελείωσε http://www.triaridis.gr/keimena/keimA022.htm
Το ταξίδι στην κόλαση http://www.triaridis.gr/keimena/keimA023.htm
Πρίμο Λέβι: Αν αυτό είναι ο άνθρωποςΗ ανακωχήΑυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκανΑν όχι τώρα, πότε;Το περιοδικό σύστημαΤα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου και Λίλιθ.
Ζουμπουλάκης Σταύρος, Για το Ολοκαύτωμα
Ζέη, Άλκη. Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου. Αθήνα, Κέδρος, 1971.
Κλιάφα Μαρούλα. Μια μπαλάντα για τη Ρεβέκκα. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2011.
Τρέβεζα – Σούση, Οριέττα. Ο Φίλος μου ο Ααρών. Αθήνα, Εβραϊκό Μουσείο
Ελλάδος, 2005.
Τρέβεζα – Σούση, Οριέττα. Τα ξυλοπάπουτσα διηγούνται. Ένα αληθινό παραμύθι.
Αθήνα, Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, 2005.
Τσίρος Σπύρος. «Το κορίτσι με την πεντάλφα», από τη συλλογή διηγημάτων Ο ήλιος
με τα κρόσια. Αθήνα, Κέδρος, 1977.
Τσίρος Σπύρος. Οι πήλινες μούσες. Αθήνα, Κέδρος, 1988.
Αμπατζοπούλου, Φραγκίσκη (1993). Tο Oλοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Eλλήνων
Eβραίων. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής-Επίκεντρο.
Ψαρράς Δημήτρης (2015), Το μπεστ σέλερ του μίσους. Τα "Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιώνστην Ελλάδα, 1920-2013, Πόλις.
Αμπατζοπούλου, Φραγκίσκη (1995). Η λογοτεχνία ως μαρτυρία, Ανθολογία κειμένων
Ελλήνων λογοτεχνών για το Ολοκαύτωμα. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής-
Επίκεντρο.
Αμπατζοπούλου, Φραγκίσκη (1998). Ο άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα του Εβραίου στη
λογοτεχνία. Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας. Αθήνα, Θεμέλιο.
18
Αμπατζοπούλου, Φραγκίσκη (2000). Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής
αναπαράστασης. Αθήνα, Πατάκης.
Αναγνωστόπουλος, Βασίλης (2008). ‘Μαρούλα Κλιάφα’, Λεξικό Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας. Αθήνα, Πατάκης.
Αναγνωστόπουλος, Βασίλης (2008). ‘Σπύρος Τσίρος’, Λεξικό Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας. Αθήνα, Πατάκης.
Άρεντ, Χάννα (2009). Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Έκθεση για την κοινοτοπία του
κακού (μτφρ. Β. Τομανάς). Θεσσαλονίκη, Νησίδες.
Baer, Elizabeth Roberts (2000). ‘A New Algorithm in Evil: Children's Literature in a
Post-Holocaust World’, The Lion and the Unicorn 24.3, pp. 378-401.
Βαρών-Βασάρ, Οντέτ (2012). Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη
γενοκτονία των Εβραίων. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Kertzer, Adrienne (1999). ‘Do You Know What 'Auschwitz' Means?: Children's
Literature and the Holocaust’, The Lion and the Unicorn
Rittner Carol, Roth K. John (2000). ‘What is antisemitism?’. In Rittner, Carol, Smith,
D. Stephen & Steinfeldt, Irena (ed.), The Holocaust and the Christian World.
Σαρτρ, Ζαν Πωλ (2006). Στοχασμοί για το εβραϊκό ζήτημα (μτφρ. Α. Σαμαρτζής).
Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Αντωνίου Γ., Κοσμίδης Σ., Ντίνας Η., Σαλτιέλ Λ.: Ο Αντισημιτισμός στην Ελλάδα σήμερα - Εκφάνσεις, αίτια & αντιμετώπιση του φαινομένου, Θεσ/κη, Heinrich Böll Stiftung (2017).
Αντωνίου Γιώργος, Κοσμίδης Σπύρος, Ντίνας Ηλίας, Σαλτιέλ Λεόν (2014), "Περί αντισημιτισμού και άλλων δαιμονίων", Athens Review of Books, Τεύχος 54, Σεπτέμβριος.
Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη (1998), Ο άλλος εν διωγμώ, Η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία: Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας, Θεμέλιο.
Fleischer Hagen (2014), "Anti-Semitism in Greece: One Hundred Years of Facts and Fiction", in Dmitrowa, Edmunda et al. (ed.), Wiek Nienawiści, Warsow: Instytut Historii Polskiej Akademii Nauk.
Ταγκυέφ, Πιέρ Αντρέ (2011). Τι είναι αντισημιτισμός; (μτφρ. Α.Ηλιαδέλη – Α.
Πανταζόπουλος). Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Λίποβατς Θάνος (2012), "Οι μεταμορφώσεις της Εβραιοφοβίας", The Athens Review of Books, Τεύχος 25, Ιανουάριος.
The Holocaust
Dachau

Κόντου, Μ., Σγουρός, Γ., Σγουρός, Γ. (2014). Ο άνθρωπος που έτρεξε για έναν ολόκληρο λαό. Αθήνα: Πατάκης.
Μανδηλαράς, Φ., Καπατσούλια, Ν. (2012). Το έπος του ‘40. Αθήνα: Παπαδόπουλος.
Μανδηλαράς, Φ., Καπατσούλια, Ν. (2015). Η αντίσταση των Ελλήνων. Αθήνα: Παπαδόπουλος.
Μαρούκι, Τ. (2000). Χιροσίμα 1945.  Αθήνα: Λαβύρινθος.


Άλλεν Γκίνσμπεργκ (1926- 1997): Το "Ουρλιαχτό" της γενιάς των μπιτ

"Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,

να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας

μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση
με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό
κάτω απ’ τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν
αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές
του πολέμου,
που διώχτηκαν απ’ τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης
στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας
τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο

μέσ’ απ’ τον τοίχο..."
Απόσπασμα από το «Ουρλιαχτό» / Μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς


Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) Το δικό μας αίμα (1978)
Δύο ποιήματα του ίδιου:

"Με το τρένο"
Όλη τη νύχτα λέγανε ψαλμούς
-τους παίρνουν όπου να ’ναι τους Εβραίους.
Τα ξημερώματα ήρθαν και μας φίλησαν,
Ξύπνησαν το μικρό τους, έβρασαν αυγό’
Φεύγουνε, λέει, ταξίδι με το τραίνο...

Τώρα στο πάτωμά τους μπαινοβγαίνουν άλλοι.
Οι ίδιες πόρτες κλείνουν και γι’ αυτούς,
Σε αυτά τα ίδια δωμάτια πλαγιάζουν.

Και τα βραδάκια σιγοτραγουδώ στις σκάλες


«Τα Ηλιοτρόπια των Εβραίων»
 Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας,
«λες να ’ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,
κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
 κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.

 Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ,
την αίθουσα αναμονής το τρένο
 απ’ την Κρακοβία θα περιμένω

 Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια’
 «αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
 θα κάνω δήθεν αδιάφορα.


ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ

Holocaust Teacher Resource Center: http://www.holocaust-trc.org/childrens-booksabout-
United States Holocaust Memorial Museum: http://www.ushmm.org/
Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, "Έκθεση 2015: Περιστατικά εις βάρος
χώρων θρησκευτικής σημασίας στην Ελλάδα", http://bit.ly/2ldvXH1



ΤΑΙΝΙΕΣ

Ο πιανίστας (2002)
Ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν, ένας διάσημος Εβραιοπολωνός πιανίστας που δουλεύει στον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας, βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939. Αφού ο ραδιοφωνικός σταθμός καταστρέφεται από τις εκρήξεις, ο Βλαντισλάβ επιστρέφει σπίτι όπου και μαθαίνει ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έχουν κηρύξει πόλεμο ενάντια στη Γερμανία. Πιστεύοντας ότι ο πόλεμος θα τελειώσει γρήγορα, αυτός και η οικογένειά του γιορτάζουν το γεγονός.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που λαμβάνει χώρα τους επόμενους μήνες, οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων σταδιακά χειροτερεύουν και τα δικαιώματά τους περιορίζονται: κάθε οικογένεια επιτρέπεται να έχει ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό, όλοι πρέπει να φοράνε ένα περιβραχιόνιο με το Αστέρι του Δαβίδ για να ξεχωρίζουν και γενικά να ωφελούν να δέχονται αδιαμαρτύρητα διάφορες ταπεινώσεις. Ώσπου τελικά το 1940, συγκεντρώνονται όλοι στο Γκέτο της Βαρσοβίας. Εκεί αντιμετωπίζουν την πείνα, την καταδίωξη και τον εξευτελισμό από τους Ναζί και τον συνεχή φόβο του θανάτου ή βασανισμού. Σύντομα, τους πηγαίνουν στις εγκαταστάσεις εξολόθρευσης στην Τρεμπλίνκα. Ο Βλαντισλάβ σώζεται την τελευταία στιγμή από έναν αστυνομικό του Εβραϊκού Γκέτο, που τυγχάνει να είναι οικογενειακός φίλος. Μακριά πλέον από την οικογένειά του, παραμένει στο Γκέτο ως εργάτης-σκλάβος στις γερμανικές μονάδες κατασκευής ενώ αργότερα αφήνεται στη βοήθεια όσων μη-Εβραίων γνωστών του τον θυμούνται ακόμα.
Όσο ζει κρυμμένος, γίνεται μάρτυρας πολλών θηριωδιών που διαπράττουν τα Ες-Ες, όπως μαζικές δολοφονίες, ξυλοδαρμούς και εμπρησμούς. Παρακολουθεί επίσης την επανάσταση που λαμβάνει χώρα στο Γκέτο, χωρίς να μπορεί να προσφέρει ή να αντιδράσει με άλλο τρόπο. Τελικά, τα Ες-Ες μπαίνουν με τη βία στο Γκέτο και σκοτώνουν όλους σχεδόν τους εναπομείναντες αντάρτες. Ανάμεσα στις τρομακτικές σκηνές που εξελίσσονται γίνεται μια αναφορά στη δράση του Γιόζεφ Μπλός, ενός αξιωματικού των Ες-Ες γνωστού σήμερα για τις ιδιαίτερα βάναυσες πράξεις του. Χαρακτηριστικά συγκεντρώνει και εκτελεί μια ομάδα Εβραίων που έμοιαζαν αρκετά μεγάλοι ή αδυνατισμένοι για να δουλέψουν. Σε κάποια άλλη σκηνή, η απάντησή του σε μια νεαρή μητέρα που τον ρωτά πού
τρένα είναι ένας εξ επαφής πυροβολισμός.
Ένα χρόνο μετά, η ζωή στη Βαρσοβία γίνεται όλο και χειρότερη. Η Πολωνική αντίσταση γνωρίζει αποτυχίες ενάντια στη γερμανική κατοχή, κάτι που οδηγεί στη ραγδαία μείωση του πληθυσμού. Ο Σπίλμαν εν τω μεταξύ, αγγίζει το θάνατο λόγω αρρώστιας (ίκτερου) και υποσιτισμού. Μετά την απομάκρυνση όλου του πληθυσμού της Βαρσοβίας και των Γερμανών λόγω του Ρώσικου στρατού που πλησιάζει, μένει εντελώς μόνος.
Τριγυρνά στα λιγοστά σπίτια που δεν έχουν καταστραφεί εντελώς και ψάχνει για φαγητό. Ενώ προσπαθεί απεγνωσμένα να ανοίξει μια κονσέρβα διαπιστώνει με τρόμο πως κάποιος τον παρακολουθεί. Ωστόσο δεν ήταν η περίπολος, αλλά ένας ένστολος Γερμανός, ο Βιλμ Χόσενφελντ. Ο Σπίλμαν έχει παραλύσει στην ιδέα του θανάτου, αλλά ο Γερμανός του ζητά απλά να του παίξει κάτι στο πιάνο. Ο Σπίλμαν, μια σκιά πλέον του παλιού εαυτού του, παίζει την Μπαλάντα του Σοπέν σε Σολ Μινόρε. Ο Γερμανός συγκινημένος του επιτρέπει να συνεχίσει να κρύβεται στη σοφίτα και του φέρνει τακτικά φαγητό, σώζοντάς του τη ζωή.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι Γερμανοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν λόγω του Κόκκινου Στρατού. Στην τελευταία τους συνάντηση, ο Γερμανός ρωτά τον Σπίλμαν το όνομά του και όταν εκείνος του απαντά, αναφωνεί πως είναι ταιριαστό όνομα για πιανίστα (το Szpilman είναι ομόφωνο του γερμανικού spielmann που σημαίνει «αυτός που παίζει»), και του υπόσχεται πως θα τον ακούει στο ραδιόφωνο. Επίσης του δίνει το σακάκι του, κάτι που παραλίγο να αποβεί μοιραίο αφού οι Πολωνοί τον μπερδεύουν για Γερμανό και τον πυροβολούν. Όταν αντιλαμβάνονται ότι είναι Πολωνός τον ρωτούν γιατί φοράει γερμανικό σακάκι και εκείνος απαντά απλά «κρυώνω».

Σε ένα κοντινό στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο Γερμανός ευεργέτης του Σπίλμαν βρίσκεται εκεί μαζί με πολλούς άλλους Γερμανούς και παρακαλεί έναν Πολωνό μουσικό να μιλήσει στον Σπίλμαν για να τον ελευθερώσει. Ο Σπίλμαν, που πλέον εργάζεται ξανά στον ραδιοφωνικό σταθμό, φτάνει πολύ αργά. Όλοι οι αιχμάλωτοι έχουν μεταφερθεί χωρίς να αφήσουν ίχνος πίσω τους. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας, ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν θριαμβεύει παίζοντας Σοπέν μπροστά σε ένα μεγάλο κοινό. Στους τίτλους τέλους μαθαίνουμε πως ο Σπίλμαν παρέμεινε στη Βαρσοβία όπου πέθανε το 2000 σε ηλικία 88 ετών και πως ο Γερμανός ευεργέτης του πέθανε το 1952 σε ένα Σοβιετικό στρατόπεδο.

Η λίστα του Σίντλερ (1993)
Η ταινία ξεκινά το 1939 με την επανατοποθέτηση των Πολωνών Εβραίων στο Γκέτο της Κρακοβίας λίγο μετά την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εν τω μεταξύ ο Όσκαρ Σίντλερ, ένας Γερμανός επιχειρηματίας από τη Μοραβία, φτάνει στην πόλη με την ελπίδα να κάνει περιουσία από τον πόλεμο. Ο Σίντλερ δωροδοκεί την Βέρμαχτ και τους αξιωματικούς των Ες Ες και έτσι αγοράζει ένα εργοστάσιο για την παραγωγή εφοδίων του στρατού. Χωρίς να γνωρίζει πολλά για το πως να διευθύνει μια επιχείρηση, προσλαμβάνει τον Ιτζάκ Στερν, υπάλληλο του Εβραϊκού Συμβουλίου, ο οποίος έχει επαφές με τους Εβραίους επιχειρηματίες και τους μαυραγορίτες μέσα στο γκέτο. Οι Εβραίοι επιχειρηματίες δανείζουν στο Σίντλερ τα χρήματα για το εργοστάσιο με αντάλλαγμα ποσοστό από τα κέρδη. Ο Σίντλερ προσλαμβάνει μόνο Εβραίους καθώς κοστίζουν λιγότερο αφού οι μισθοί τους πηγαίνουν στην Ες Ες. Οι εργάτες του Σίντλερ επιτρέπεται να βρίσκονται και εκτός του γκέτο και ο Στερν πλαστογραφεί έγγραφα για να διασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους ως "χρήσιμους" στους Γερμανούς ώστε να τους σώσει από μεταφορά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και από το θάνατο.
Ο Υπολοχαγός των Ες Ες Άμον Γκετ φτάνει στην Κρακοβία για να αρχίσει την κατασκευή του στρατοπέδου συγκέντρωσης Πλαστσόφ. Δίνει εντολή να αδειάσει το γκέτο και η Επιχείρηση Ράινχαρντ στην Κρακοβία αρχίζει, με εκατοντάδες στρατεύματα να αδειάζουν τα συνωστισμένα δωμάτια και να δολοφονούν όποιον διαμαρτύρεται ή δε συνεργάζεται, ηλικιωμένο ή παιδί. Ο Σίντλερ από μακριά παρακολουθεί τη σφαγή και επηρεάζεται σφοδρά. Παρ' όλα αυτά γίνεται φίλος με τον Γκετ και συνεχίζει να έχει την υποστήριξη και την προστασία των Ες Ες. Ο Σίντλερ δωροδοκεί τον Γκετ ώστε να του επιτρέψει να χτίσει στρατόπεδο για τους εργάτες του. Αρχικά οι προθέσεις του είναι να βγάλει χρήματα αλλά στην πορεία αρχίζει να διατάζει τον Στερν να σώσει όσες περισσότερες ζωές μπορεί. Καθώς ο πόλεμος παίρνει
άλλη τροπή, διαταγή από το Βερολίνο αναγκάζει τον Γκετ να καταστρέψει όλα τα σώματα των Εβραίων που δολοφονήθηκαν, να διαλύσει το γκέτο του Πλαστσόφ και να στείλει τους εναπομείναντες Εβραίους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Στην αρχή ο Σίντλερ ετοιμάζεται να φύγει από την Κρακοβία, αλλά δεν μπορεί να το κάνει και ζητάει από τον Γκετ να του επιτρέψει να κρατήσει τους εργάτες του ώστε να τους μετάφερει στην γενέτειρα πόλη του στη Μοραβία μακριά από την Τελική Λύση. Ο Γκετ δέχεται αλλά χρεώνει πολύ ακριβά κάθε έναν εργάτη ξεχωριστά. Ο Σίντλερ με τον Στερν συντάσσουν μια λίστα με τους εργάτες που δεν θα μεταφερθούν στο Άουσβιτς.
"Η Λίστα του Σίντλερ" αποτελείται από "ικανούς" τρόφιμους και για πολλούς στο στρατόπεδο Πλαστσόφ, το να υπάρχει το όνομά τους στη λίστα είναι πολύ σημαντικό γιατί μπορεί να οδηγήσει στη ζωή ή στο θάνατό τους. Σχεδόν όλοι από τη λίστα φτάνουν στο στη Μοραβία. Το τραίνο που μεταφέρει τις γυναίκες κατά λάθος πηγαίνει στο Άουσβιτς. Οι γυναίκες νομίζουν ότι οδηγούνται στο θάλαμο αερίων αλλά αρχίζουν να κλαίνε από χαρά όταν νερό πέφτει από τις ντουζιέρες. Ο Σίντλερ πηγαίνει αμέσως στο Άουσβιτς και δωροδοκώντας τον υπέυθυνο του στρατοπέδου σώζει όλες τις γυναίκες της
λίστας του. Μόλις φτάνουν στη Μοραβία, ο Σίντλερ δίνει αυστηρές εντολές στους Ες Ες φύλακες να μην πυροβολήσουν ή βασανίσουν κανέναν. Για να κρατήσει τους εργάτες του ζωντανούς, ξοδεύει σχεδόν όλη του την περιουσία για να δωροδοκεί τους Ναζί αξιωματικούς. Τα χρήματα του τελειώνουν λίγο πριν το Βέρμαχτ παραδοθεί και λήξει ο πόλεμος στην Ευρώπη.
Σαν μέλος των Ναζί και κερδοφόρος από τη δουλεία, το 1945 ο Σίντλερ πρέπει να αποδράσει. Αν και οι φύλακες των Ες Ες έχουν πάρει εντολή να εξοντώσουν τους Εβραίους ο Σίντλερ τους πείθει να γυρίσουν πίσω στις οικογένειές τους σαν άνδρες και όχι σαν δολοφόνοι. Λίγο πριν φύγει, φορτώνει το αυτοκίνητό του και αποχαιρετά τους εργάτες του. Του δίνουν ένα γράμμα εξηγώντας πως δεν είναι εγκληματίας πολέμου μαζί με ένα δαχτυλίδι με την επιγραφή "Όποιος σώζει μια ζωή, σώζει ολόκληρο τον κόσμο". Ο Σίντλερ συγκινείται αλλά και ντρέπεται, αισθανόμενος ότι θα μπορούσε να κάνει περισσότερα ώστε να σώσει περισσότερες ζωές.
Οι Εβραίοι του Σίντλερ, έχοντας κοιμηθεί έξω από τις πύλες του εργοστασίου, ξυπνούν το πρωί και ένας Σοβιετικός Δραγώνος καταφτάνει και τους λέει ότι απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό. Οι Εβραίοι περπατούν μέχρι τη διπλανή πόλη για να βρουν φαγητό.
Μετά από κάποιες σκηνές που απεικονίζει κάποια συμβάντα μετά την λήξη του πολέμου, όπως την εκτέλεση του Άμον Γκετ για εγκλήματα πολέμου και τι απέγινε τελικά ο Σίντλερ, η ταινία επιστρέφει με τους Εβραίους να περπατούν
μέχρι τη διπλανή πόλη. Καθώς περπατούν, η ταινία γεμίζει με χρώματα και δείχνει τον τάφο του Σίντλερ στην Ιερουσαλήμ. Το φίλμ τελειώνει με τους ηλικιωμένους πλέον πραγματικούς Εβραίους που δούλεψαν στο εργοστάσιο του Σίντλερ, να περνούν χέρι χέρι με τους ηθοποιούς που τους υποδύθηκαν και ο καθένας να αφήνει από μια πέτρα στον τάφο του - ένα εβραϊκό έθιμο που δείχνει βαθιά ευγνωμοσύνη. Στην τελευταία σκηνή ο Λίαμ Νίσον αν και δεν βλέπουμε το πρόσωπο του, αφήνει ένα τριαντάφυλλο.

Αμήν (2002)
Η ταινία που είναι βασισμένη στο θεατρικό έργο του Ρολφ Χόουτ "Ο αντιπρόσωπος", αφορά το Ολοκαύτωμα, τους ισχυρούς που βλέπουν τι συνέβαινε και δεν απέστρεφαν το πρόσωπό τους κι εκείνους τους υφιστάμενους που αγωνίζονταν να πείσουν τον κόσμο ότι τα τρένα που μούγκριζαν στο δρόμο για το Άουσβιτς και το Μπέλζεκ δεν μετέφεραν εργάτες στις καινούργιες τους δουλειές.
Ο αξιωματικός των Ναζί Κουρτ Γκερστάιν (Ούλριχ Τουκούρ), ο ιθύνων νους πίσω από την εκμετάλλευση του θανατηφόρου αερίου Zyclon B, ο οποίος όμως δεν είχε προβλέψει τη χρήση του, είναι ένας από τους πρώτους που θα αποκαλύψει την αλήθεια. Μοιράζεται τις πληροφορίες του με τον εβραίο ιερέα , τον πατέρα Ρικάρντο (Ματιέ Κασοβίτς), και προσπαθούν να κινητοποιήσουν το Βατικανό. Όπως συμβαίνει στις περισσότερες ταινίες του Κώστα Γαβρά, οι καλές προθέσεις γρήγορα συνθλίβονται κάτω από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Ο Γκερστάιν και ο Ρικάρντο ανακαλύπτουν πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει ήδη γράψει στο Βατικανό ρωτώντας αν αληθεύουν οι φήμες για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των Ναζί. Το Βατικανό με τη σειρά του είχε στείλει απάντηση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, επίσης ζητώντας επαλήθευση. Οι ανθρώπινες ζωές έχουν μετατραπεί σε ευγενική αλληλογραφία παραπεταμένη στις θυρίδες. Ο πάπας Πίος ο ΧΙΙ δεν κάνει καμιά δήλωση και μια από τις πιο μελαγχολικές σκηνές της ταινίας είναι εκείνη που δείχνει τον Γκερστάιν και τον Ρικάρντο να περιμένουν δίπλα στο ραδιόφωνο την παπική καταγγελία που ξέρουμε ότι δεν θα γίνει ποτέΟ αρχικός τίτλος του Αμήν, ήταν Αυτόπτης μάρτυρας, κάτι που ήταν υπερβολή, αν και θα υπογράμμιζε τη βασική ειρωνεία της ταινίας: κάθε δραματική στιγμή, από την πρώτη χρήση στα κρεματόρια του δηλητηριώδους αερίου Zyclon B μέχρι τη μοίρα των κεντρικών χαρακτήρων, κρύβεται από τα πεινασμένα μάτια μας. Καθώς η ταινία βγάζει την ένταση μέσα από το απογοητευτικό θέαμα της απραξίας των ισχυρών, έτσι και η επιλεγμένη τεχνική είναι η απόκρυψη. Βλέπουμε τα τρένα αλλά όχι το φορτίο τους. Η τουλούπα του μαύρου καπνού μέσα από την καπνοδόχο είναι αρκετήΑυτή η ταινία σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί ή χάνει μέσα από τα πλάνα που δείχνουν τις αντιδράσεις. Ο Κώστας Γαβράς ξέρει ότι έχουμε χορτάσει εικόνες από το Ολοκαύτωμα. Καλύτερα να αφήσουμε αυτό το άχαρο καθήκον στη φαντασία μας και στον Γκερστάιν που, έπειτα από ένα ολοήμερο ταξίδι στο Μπέλζεκ, έχει καταλάβει τον τρόπο που δρα το κακό και τη δική του συνέργεια σαυτόΤα πιο δυνατά σημεία της ταινίας είναι εκείνα στα οποία επισημαίνονται τα σημάδια που προδίδουν την ανθρώπινη κοινοτοπία, η οποία υπογραμμίζει τη μεγαλύτερη φρίκη: η έγκυος γυναίκα του Γκερστάιν προβλέπει ότο θα γεννήσει έναν μέλλοντα ανθυπολοχαγό γιατί νιώθει το μωρό να περπατάει μέσα στη μήτρα της με το βήμα της χήνας, ο σατανικός γιατρός (Ούρλιχ Μύχε) σκιτσάρει σώματα δίχως πρόσωπο πάνω σε μια εικόνα ενός άδειου θαλάμου αερίωνΤο μεγαλύτερο σφάλμα σε ταινίες σαν τη Λίστα του Σίντλερ και Η ζωή είναι ωραία ήταν η απροθυμία τους να αντιμετωπίσουν την ανωνυμία, τη μονοτονία του Ολοκαυτώματος. Όταν ο Μπενίνι χαρίζει στον εαυτό του μια ξεχωριστή σκηνή θανάτου, στην πραγματικότητα υποκύπτει στην ιδέα ότι όλα σταματούν όταν ένας κινηματογραφικός αστέρας είναι στην οθόνη. Αυτό δε έχει καμία σχέση με το ΟλοκαύτωμαΔεν θα βρείτε τέτοια μειονεκτήματα στο Αμήν. (Ο μόνος συμβιβασμός που φαίνεται να έχει γίνει είναι ότι οι χαρακτήρες μιλούν αγγλικά με γερμανική προφορά). Τα κοντινά πλάνα συνήθως γίνονται στους χαρακτήρες τους οποίους ευνοεί η αφήγηση, αλλά από την αρχή της ταινίας αυτή η σύμβαση ανατρέπεται απότομα, όταν μια νέα γυναίκα με γλυκό πρόσωπο ξαφνικά χάνει την καίρια θέση που είχε στην ιστορία και γίνεται άλλο ένα νούμερο στις στατιστικές. Καθώς η ταινία βαδίζει προς το τέλος της, εύχεσαι να μην εγκαταλειφθεί αυτή η ανελέητη στάση. Η εικόνα μένει άφωνη ως το τέλοςΜόνο σε μερικά σημεία ο Κώστας Γαβράς δεν ξέρει πώς να δώσει διέξοδο το θυμό του. Ένα μεγάλο μέρος της ταινίας δείχνει ανθρώπους να μιλάνε μέσα σε δωμάτια με ψηλά ταβάνια και μπορείς να νοιώσεις μια υποψία κλειστοφοβίας: ο σκηνοθέτης βάζει μέσα μια σκηνή θύελλας ή μια σκηνή σε αυτοκίνητο, σαν α φοβάται ότι θα αρχίσει να μας κυριεύει νευρικότητα. Μετά υπάρχουν ολόκληρες σεκάνς που μοιάζει σαν να έχει φύγει από το πλάνο και να έχει αφήσει την κάμερα ανοιχτήΦυσικά, μερικές από τις στιγμές είναι αρκετά δραματικές από μόνες τους και δεν χρειάζονται σκηνοθετική έμφαση. Μια συζήτηση στην οποία οι στρατηγοί των Ναζί μιλάνε κεφάτα με αντικείμενο το σχέδιο εξόντωσης για το 1948 και το 1949 δεν απαιτεί τίποτα πέρα από τη προσοχή του θεατή που δεν πιστεύει αυτά που ακούει.

Η πτώση (2004)

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος φτάνει στο τέλος του, το Βερολίνο βομβαρδίζεται, ο Σοβιετικός στρατός είναι ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά κι η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας είναι πλέον σίγουρη.  Ο άνθρωπος που αιματοκύλισε την Ευρώπη και τον κόσμο, ο Χίτλερ, κρύβεται μαζί με τα απομεινάρια της διοίκησης του σε ένα υπόγειο οχυρό. Αυτές είναι οι τελευταίες του στιγμές. Μια ιστορική και εξαιρετικά ακριβή αναπαράσταση των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν μέσα στο υπόγειο οχυρό, από την σκληρή συνειδητοποίηση ότι όλα τελείωσαν, τις τελευταίες προσπάθειες για άμυνα, τη διάσπαση των ναζιστών αλλά και το τέλος του ανθρώπου-τέρας, υπεύθυνου για τα στυγερά εγκλήματα του καθεστώτος. Όλα δοσμένα χωρίς υπερβολές (κινηματογραφικές, γιατί οι πραγματικοί χαρακτήρες είναι εξωπραγματικοί από μόνοι τους), με πολύ καλή φωτογραφία, ρυθμό, μοντάζ και κάθε άλλη τεχνική και καλλιτεχνική αρτιότητα που μας κάνει να αποδώσουμε στην ταινία το χαρακτηρισμό αριστούργημα.

Η κλέφτρα των βιβλίων (2013)


Τι θα γινόταν αν έπρεπε να κρύψεις κάτι για να το σώσεις;

Όταν η νεαρή Λίζελ φτάνει στο σπίτι των θετών γονιών της, έχοντας χάσει την οικογένειά της, το μόνο που κρατάει στα χέρια της είναι το κλεμμένο εγχειρίδιο ενός νεκροθάφτη, το οποίο δεν μπορεί καν να διαβάσει, αφού δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση. Αυτή θα είναι και η αρχή της καριέρας της ως… κλέφτρας. Η Λίζελ θα αρχίσει να κλέβει βιβλία - βιβλία που πετάνε οι ναζί στη φωτιά για να τα κάψουν, βιβλία από τη βιβλιοθήκη του δημάρχου, βιβλία που τη συντροφεύουν στις περιπέτειές της παρέα με το φίλο της, Ρούντι, στους δρόμους της πόλης, βιβλία που θα γεμίσουν τις ώρες του άλλου φίλου της, του κυνηγημένου Μαξ. Κι ενώ οι βόμβες των Συμμάχων πέφτουν συνεχώς και οι σειρήνες ουρλιάζουν, η Λίζελ μοιράζεται τα βιβλία της με τους γείτονές της στα καταφύγια και βρίσκει σ' αυτά παρηγοριά. Μέχρι που κάποια μέρα η σειρήνα θα αργήσει να σφυρίξει… Μια αξέχαστη ιστορία για τη δύναμη της ανθρωπιάς, τις ανατροπές της ζωής, αλλά και για την αστείρευτη γοητεία των βιβλίων!

Το παιδί με την ριγέ πιτζάμα (2008)


Ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Δεν πρόκειται για την ιστορία ενός αγοριού πριν τον ύπνο, στο ασφαλές και ειρηνικό περιβάλλον του σπιτιού. Είναι μια ιστορία για το Ολοκαύτωμα, γραμμένη με τον πιο ευφάνταστο και πρωτότυπο τρόπο που θα μπορούσε να συλλάβει ένας συγγραφέας που απευθύνεται (και) σε παιδιά. Στην καρδιά του βιβλίου και της ταινίας, που κυκλοφόρησε το 2008 με τον τίτλο «Το αγόρι πίσω από το συρματόπλεγμα», βρίσκεται ο ρατσισμός, πάντα επίκαιρο και διαχρονικό θέμα, η δύναμη της αληθινής φιλίας, τα όρια της αθωότητας και το μεγαλείο της ανθρωπιάς. Είναι μια ιστορία για μυστικά και ψέματα, μια ιστορία εξαπάτησης, για ανθρώπους που δεν βλέπουν τις προκαταλήψεις που είναι μπροστά στα μάτια τους. Και το τίμημα θα είναι ακριβό και θα το καταβάλουν εξίσου αθώοι και φταίχτες....

13 λεπτά (2004)


13 λεπτά παραπάνω χρειαζόταν ο μουσικός Georg Elser για να αλλάξει το ρουν της παγκόσμιας ιστορίας. Στις 8 Νοεμβρίου 1939 τοποθέτησε μια βόμβα πίσω από το αναλόγιο του Αδόλφου Χίτλερ σε μια μπυραρία του Μονάχου. Αλλά ο Φύρερ έφυγε από το κτίριο νωρίτερα από το αναμενόμενο και ως εκ τούτου, η απόπειρα η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει στη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, απέτυχε.
Ο Oliver Hirschbiegel, ο οποίος έχει ήδη ασχοληθεί προηγουμένως με τις τελευταίες ημέρες της εγκληματικής ναζιστικής δικτατορίας στη διάσημη ταινία του 2004 Η Πτώση (Downfall) επιλέγει τώρα να προβάλει αυτή τη θαρραλέα πράξη, αποδίδοντας φόρο τιμής στον άγνωστο Elser από ένα μικρό χωριό στις σουηβικές Άλπεις. Η ταινία ανασυνθέτει το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο από το 1933 κι έπειτα, όταν Εθνικοσοσιαλιστική νοοτροπία εισέβαλε και στην πατρίδα του Elser και δηλητηρίασε την κοινοτική ζωή. Στο φως έρχεται και η σχέση του Elser με τον Arthur Nebe, έναν από τους επικεφαλής της ναζιστικής ασφάλειας.
Το πιο ενδιαφέρον πράγμα για την ταινία είναι ότι δεν επικεντρώνεται ούτε στον πόλεμο μετά το 1939, ούτε στην προσπάθεια του Elser να σκοτώσει τον Χίτλερ, αυτή καθεαυτή. Αντίθετα η ταινία τρέχει σε δυο χρονογραμμές. Η πρώτη είναι η ανάκριση του Elser μετά την σύλληψή του, τα βασανιστήρια που τον υποβάλουν και την διαλεύκανση του πως κατάφερε να πετύχει αυτήν την απόπειρα δολοφονίας. Μέσα από την ανάκριση έχουμε πολυάριθμα flashbacks για την ζωή του Elser από τα μέσα της δεκαετίας του 30 μέχρι και το 1939, κάτι που είναι και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας, καθώς η ιστορία του Elser εκείνη την εποχή, είναι η ιστορίας της μετατροπής της Γερμανίας από δημοκρατία στην απολυταρχία του Χίτλερ.
Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα κάνει την ιστορία, το γεγονός ότι ο Elser είναι ένας άνθρωπος που στις αρχές των ’30s κανένας δεν θα περίμενε ότι θα έκανε μια τέτοια “τρομοκρατική” επίθεση. Το πορτραίτο ενός φιλειρηνιστή μουσικού και ξυλουργού, που δεν είναι γραμμένος στο κομμουνιστικό κόμμα ή σε κάποια άλλη οργάνωση, παίζει την μουσική του, ερωτεύεται και ζει σε ένα ορεινό χωριό της Γερμανίας, δεν μοιάζει με έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορία του κόσμου, διαπράτoντας μια μαζική δολοφονία για να βγάλει από την μέση τον Χίτλερ. Είναι τα γεγονότα που θα κάνουν τον Elser να μην λογαριάσει το κόστος των άλλων ζωών που θα πάρει μαζί του και η ταινία κάνει μια φανταστική δουλειά στο να μας παρουσιάσει αυτά τα γεγονότα. Κάποια από αυτά είναι η αρχή της εξόντωσης των Εβραίων, η σύλληψη και αναγκαστική εργασία όλων των γραμμένων στο κομουνιστικό κόμμα, οι διαπομπεύσεις αντιφρονούντων, οι ταινίες προπαγάνδας. Ο Elser αρνείται να μπει σε καβγά με τους ναζί και προτιμά να μιλά στην μεγάλη αγάπη της ζωής του, είναι όμως είναι ένας άνθρωπος βαθιά δημοκράτης και άκρως πολιτικό ον, έχει ελεύθερη σκέψη και μυαλό που λειτουργεί χωρίς προκαταλήψεις. Είναι εν τέλει ο άνθρωπος που θα δεχτεί τα χτυπήματα των Ναζί του Χίτλερ και όταν θα δει την δημοκρατία να καταρρέει και το λουτρό αίματος του δεύτερου παγκοσμίου να είναι κοντά, θα αποφασίσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Εκείνος ένας απλός άνθρωπος, μόνος του και χωρίς καν την βοήθεια των φίλων του που ελπίζουν μόνο στο ότι οι ξένες δυνάμεις θα κάνουν την Γερμανία να απαλλαγεί από τον Χίτλερ. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την προβολή της ταινίας εκτός συναγωνισμού για το διαγωνιστικό της 65ης Berlinale, πολλοί παραλλήλισαν τον Elser με τον Snowden, κάποιον άνθρωπο που πρόδωσε την χώρα του, για βαθιές δημοκρατικές αρχές που μπορούν να επηρεάσουν όλο τον κόσμο. Όμως ο Elser το έκανε αυτό σκοτώνοντας εφτά αθώους που έτυχε να βρίσκονται εκεί που δεν ήταν ο Χίτλερ. Αυτό είναι που θα στοιχειώσει τον Elser και θα κάνει τον χαρακτήρα του ακόμη πιο δραματικό. Το Elser αν και έχει κάποια μικρά προβλήματα ροής λόγω των απανωτών flashback που δεν συνδέονται όλα πετυχημένα, μας παρουσιάζει έναν από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες του Β Παγκοσμίου πολέμου, διφορούμενο ακόμη και σήμερα στην Γερμανία, και το κάνει με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσαμε να φανταστούμε.

Sophie Scholl - οι τελευταίες μέρες (2005)


To 1943, και ενώ ο Χίτλερ συνεχίζει το πόλεμο στην Ευρώπη, μια ομάδα φοιτητών στο Μόναχο βρίσκει τον τρόπο να αντιδράσει δημιουργώντας την αντιστασιακή οργάνωση «Λευκό Ρόδο». Τα αδέρφια Χανς και Σοφί Σολ, ψυχή της νεανικής οργάνωσης, συλλαμβάνονται στις 18 Φεβρουαρίου 1943 στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ μοιράζουν προκηρύξεις κατά του ναζιστικού καθεστώτος. Η Γκεστάπο ανακρίνει σχεδόν ακατάπαυστα για 4 ημέρες της Σοφί Σολ. Αυτές οι ανακρίσεις, στις οποίες επικεντρώνεται η ταινία, εξελίσσονται σε μια σκληρή αναμέτρηση ανάμεσα στην 21χρονη φοιτήτρια και τον ανακριτή. Μετά από μια σύντομη, θεαματική δίκη στις 22 Φεβρουαρίου, η Σοφί Σολ, ο αδερφός της Χανς καθώς και ένα ακόμη μέλος του κινήματος «Λευκό Ρόδο» καταδικάζονται σε θάνατο και οδηγούνται την ίδια ακόμη μέρα στη λαιμητόμο.
Η ταινία είναι βασισμένη σε αρχειακό υλικό της Γκεστάπο που ανακαλύφθηκε στα μέχρι πρότινος θαμμένα αρχεία της Ανατολικής Γερμανίας. Απέσπασε πολλές διακρίσεις, όπως: Υποψήφια για Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας (2005), Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής και Αργυρή Αρκτος Σκηνοθεσίας και Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βερολίνου (2005), Βραβείο Κοινού και Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου (2005), Βραβείο Κοινού και Γυναικείας Ερμηνείας στα Γερμανικά Κινηματογραφικά Βραβεία (2005).

Im Labyrinth des Schweigens (2014)


Γερμανία, 1958. Εχουν περάσει μόλις 13 χρόνια από το Ολοκαύτωμα, αλλά κανείς Γερμανός δεν μοιάζει να γνωρίζει τι ήταν το Αουσβιτς. Οι 6.500 στρατιώτες των S.S. έχουν επιστρέψει αβίαστα σε μία καθημερινότητα που τους θέλει δασκάλους, δικηγόρους, γιατρούς, εργάτες, μπακάληδες. Γείτονες και πατέρες. Οι νεότεροι κοιτούν μόνο μπροστά. Οι μεγαλύτεροι δεν κοιτούν, χώνουν το κεφάλι στην άμμο. Κι όμως, η δίκη της Νυρεμβέργης έχει συμβεί (αλλά από τους Συμμάχους, όχι τη Γερμανική δικαιοσύνη), το «Ημερολόγιο της Αννα Φρανκ» έχει δημοσιευτεί, 60.000 επιζήσαντες αναπνέουν κι εκπνέουν αβάσταχτες μνήμες. Η αλήθεια όμως είναι πολύ επώδυνη και αγγίζει κάθε σπίτι, κάθε οικογένεια, κάθε γειτονιά. Για αυτό και η συλλογική συνείδηση επιλέγει να χάνεται σε λαβύρινθους του ψέμματος. Ενας νεαρός, άμεμπτος και φιλόδοξος δημόσιος κατήγορος αφυπνίζεται από έναν μάχιμο δημοσιογράφο και βασιζόμενοι σε μαρτυρίες επιζώντων του Ολοκαυτώματος θα ξεκινήσουν μία αποστολή κάθαρσης που θα οδηγήσει στην Υπόθεση Αουσβιτς και τις δίκες της Φρανκφούρτης του 1963.
Μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί το δράμα εποχής του Τζούλιο Ρικιαρέλι ήταν η φετινή υποβολή της Γερμανίας για το Οσκαρ Ξενόγλωσσου. Μία ταινία καλών προθέσεων και πολιτική καρδιά που χτυπά στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Ενα δείγμα κλασικού σινεμά με προσεγμένες αξίες παραγωγής και έναν γοητευτικά άγουρο κεντρικό ήρωα που τα βάζει με το σύστημα, μόνος εναντίων όλων. Πάνω από όλα: μία mainstream ταινία πάνω σε μια ανατριχιαστική ιστορική αλήθεια που ακόμα και σήμερα συγκλονίζει κι αφήνει άναυδη την ανθρωπότητα. Οχι μόνο για την ευκολία με την οποία συνέβη, αλλά και για την ασυναισθησία με την οποία, αρχικά, κρύφτηκε, θάφτηκε, προσπεράστηκε.
Δυστυχώς όμως, όσο προκλητικά σοκαριστικό κι είναι το θέμα της ιστορίας, το σενάριο και η σκηνοθεσία του Ρικιαρέλι δεν προσφέρουν τίποτα που θα ξύπναγε τις αισθήσεις του θεατή, θα ξεκινούσε ένα φρέσκο διάλογο ή θα φώτιζε μία νέα πλευρά των γεγονότων. Μην έχοντας αποφασίσει αν θέλει ένα παγκόσμιο πολιτικό και δικαστικό δράμα, ή μία προσωπική ιστορία ηθικής σύγκρουσης, ο Ρικιαρέλι χάνεται. Κι ενισχύοντας (ή μάλλον αδυνατίζοντας) την αφήγηση με μία ανώφελη ερωτική παράμετρο, θυσιάζει τον γοητευτικό ήρωά του σε κάτι που καταλήγει βαρετά ακαδημαϊκό (όλοι γνωρίζουμε πια τα γεγονότα), καλλιγραφικά στιλιστικό (αχ αρκετά πια με την παλέτα νοσταλγίας) και προβλέψιμα διδακτικό (π.χ. ο κυνικός Αμερικανός που ήδη έχει προχωρήσει στον επόμενο εχθρό: τον Κομμουνισμό).
Υπάρχουν κάποιες δυνατές στιγμές: όπως οι αφηγήσεις των επιζώντων του Αουσβιτς. Ή η συνειδητοποίηση του ήρωα-σταυροφόρου ότι, αν ήταν λίγο μεγαλύτερος την ιστορική στιγμή που δικάζει, μοιραία θα καθόταν στην άλλη πλευρά του ειδώλιου. Κρίμα όμως που ο Ρικιαρέλι δεν βρήκε το κατάλληλο σενάριο, τον σωστό τόνο και τα ακριβή, στιβαρά και ασυμβίβαστα εκφραστικά μέσα για να πιάσει το τέρας της υποκρισίας από το άσχημο κεφάλι του και να μας το δείξει στον καθρέφτη: ακόμα αποτρόπαιο, επικίνδυνο, σύνθετο, σκοτεινό, επίκαιρο.
Ο γιος του Σαούλ (2015)


Το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αουσβιτς βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία: επίλεκτοι (και γρήγορα αναλώσιμοι) Εβραίοι κρατούμενοι, οι Sonderkommandos, έχουν την ευθύνη της εκτέλεσης των νέων «κομματιών» που έρχονται καθημερινά. Οδηγούν άντρες, γυναίκες και παιδιά σε μεγάλες αίθουσες, τους βοηθούν να βγάλουν τα ρούχα τους, τους καθησυχάζουν, τους προτρέπουν να βιαστούν. Επειτα τους βάζουν στο θάλαμο αερίων, σπρώχνοντας για να χωρέσουν όσο γίνεται περισσότεροι, σφραγίζουν τις πόρτες και τους σκοτώνουν. Η δουλειά τους δεν τελειώνει εκεί. Βγάζουν στιβαγμένα τα πτώματα, τα καίνε, πετούν τις στάχτες στο ποτάμι, καθαρίζουν με βούρτσες το θάλαμο κι όλα είναι έτοιμα για την επόμενη παρτίδα. Γρήγορη κι αποτελεσματική ανακύκλωση ανθρώπων.
Ο Σαούλ είναι ένας Sonderkommando. Οπως κι οι υπόλοιποι, στην πλάτη του ρούχου του έχει ένα κόκκινο Χ βαμμένο με μπογιά, για να τον ξεχωρίζει από τους άλλους κρατούμενους, αλλά και για να τον καθιστά ανά πάσα στιγμή εύκολο στόχο. Μέσα στο στρατόπεδο όπου κρυφά διοργανώνεται απόδραση κι όπου η κάθε εθνική ομάδα Εβραίων διεκδικεί από την άλλη λίγες παραπάνω ώρες ζωής, ο Σαούλ είναι ισοπεδωμένος από τη φρίκη. Δουλεύει, σκοτώνει, καθαρίζει, κλείνοντας έξω από τη συνείδησή του την ενοχή και τον τρόμο. Ωσπου θα δει το πτώμα ενός αγοριού και θα πιστέψει ότι είναι ο γιος του. Και θα αγωνιστεί, ενάντια σε κάθε κανόνα και με το διαρκή φόβο της φρικιαστικής εκτέλεσης, να βρει έναν ραβίνο για να τον ψάλλει και να τον θάψει. Ο στόχος του θα γίνει – μια και δεν μπορεί να είναι κάτι πιο μεγάλο, ή πιο σωτήριο – ν’ αποδώσει στο θάνατο την αξιοπρέπεια που του αξίζει.
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Λάζλο Νέμες, του 38χρονου Ούγγρου σκηνοθέτη που δούλεψε ως βοηθός πλάι στον Μπέλα Ταρ. Και το ύφος των δυο δε θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικό. Ο Νέμες κάνει μια ταινία με αμεσότητα που σε κρατά ταραγμένο δέσμιό της για ώρες, επιλέγοντας όμως συγκεκριμένες κι επιθετικές στιλιστικές φόρμες. Η ταινία είναι ολόκληρη γυρισμένη στο τετράγωνο φορμά του φιλμ 40mm: ο ήρωας κι όσα συμβαίνουν εγκλωβίζονται ασφυκτικά σ’ ένα μικρό κάδρο, χωρίς περιθώριο διαφυγής για το βλέμμα του θεατή. Η κάμερα στο χέρι ακολουθεί τη διαδρομή του Σαούλ με ρυθμό φρενήρη, μεταμορφώνοντας τη βιωματική ιστορία σ’ ένα ιλιγγιώδες θρίλερ, μαζί και μια ταινία τρόμου, όχι μόνο λόγω περιεχομένου, αλλά και λόγω απεγνωσμένης ταχύτητας.
Από την αρχή, ο Σαούλ κι ό,τι εκείνος κοιτάζει είναι νετ – όλα τ’ άλλα, τα εκατοντάδες απρόσωπα γυμνά πτώματα, οι Γερμανοί διοικητές, ακόμα το περιβάλλον, η φωτιά που καίει και καταπίνει ζωές και ίχνη, είναι φλου. Καθαρίζουν μόνο όταν ο Σαούλ μέσα τους αναζητά κάτι. Ο ήχος είναι ένα αριστούργημα από μόνος του. Η αδιάκοπη βοή του «εργοστασίου», οι βίαιες φωνές των Γερμανών αλλά και των Εβραίων επικεφαλής, οι κραυγές των κρατούμενων, ένα ηχητικό τοπίο που όχι απλώς συμπληρώνει, αλλά συχνά αντικαθιστά τη δράση που συμβαίνει, αποτρόπαια, εκτός κάδρου, αλλά ακούγεται μέσα του.
Σ’ αυτό το περιορισμένο, εντατικό περιβάλλον δράσης, η μορφή του Σαούλ, ο όχι ηθοποιός, αλλά Ούγγρος ποιητής Γκέζα Ρέριγκ, παίρνει διαστάσεις εμβληματικές: ασκητική, άχρονη, χωρίς ηλικία, χωρίς διαχωρισμένη προσωπικότητα, μόνο συγκεντρωμένη, θλιμμένη και με μια εμμονοληπτική αγωνία για συγχώρεση. Αυτή είναι η πρώτη ταινία του Λάζλο Νέμες, ένα φιλμ που σε παγιδεύει στη φρίκη παρότι αντιστέκεσαι με πείσμα, που σου φέρνει κοντά τον πρωτόγονο τρόμο μιας ανθρώπινης τρέλας, που αναγνωρίζει το έγκλημα κι απλώς ζητά, επιτέλους, άφεση αμαρτιών. Και, χωρίς καμιά υπερβολή, είναι μια από τις ταινίες που θα καθορίσουν κινηματογραφικά τη δεκαετία.
Η ζωή είναι ωραία (1997)


Ο Γκουίντο, ένας Ιταλός εβραϊκής καταγωγής, φτάνει σε μια μικρή πόλη της Ιταλίας για να πιάσει δουλειά ως σερβιτόρος στο ξενοδοχείο του θείου του. Ο Γκουίντο είναι αστείος και χαρισματικός, ειδικά όταν γνωρίζει μια δασκάλα, τη Ντόρα. Η Ντόρα, όμως, προέρχεται από μια πλούσια, αριστοκρατική, μη εβραϊκή οικογένεια. Η μητέρα της θέλει να καλοπαντρευτεί, αλλά η Ντόρα ερωτεύεται τον Γκουίντο και τη μέρα του γάμου της, κλέβονται.
Περνούν αρκετά χρόνια και τώρα το ζευγάρι έχει ένα γιο, τον Τζιοζέ. Η Ντόρα και η μητέρα της έχουν αποξενωθεί εξαιτίας του γάμου της με τον Γκουίντο αλλά οι σχέσεις τους καλυτερεύουν λίγο πριν τα τέταρτα γενέθλια του εγγονού της.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις έχει ξεσπάσει. Ο Γκουίντο, μαζί με το θείο του και το γιο του αναγκάζονται να επιβιβαστούν σε ένα τρένο με προορισμό ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η Ντόρα ζητάει να πάει μαζί τους αλλά δεν της επιτρέπεται. Στο στρατόπεδο, ο Γκουίντο κρύβει το γιο του από τους Ναζί φύλακες, του δίνει κρυφά φαγητό και προσπαθεί να τον κάνει να μην καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει. Έτσι, τον πείθει ότι το στρατόπεδο είναι απλά ένα παιχνίδι, στο οποίο ο παίκτης που θα καταφέρει να μαζέψει 1.000 πόντους θα κερδίσει ένα τανκ. Του λέει αν κλάψει, παραπονεθεί, ζητήσει τη μαμά του ή πει ότι πεινάει θα χάσει.
Ο Γκουίντο τον πείθει ότι οι φύλακες του στρατοπέδου είναι κακοί γιατί θέλουν κι αυτοί να κερδίσουν το τανκ και έτσι όλα τα άλλα παιδιά κρύβονται για να κερδίσουν το παιχνίδι. Όταν ο Τζιοζέ δε θέλει να παίξει άλλο και ζητά να επιστρέψει σπίτι, του λέει ότι είναι λίγους πόντους πριν τη νίκη. Παρά το γεγονός ότι είναι περιτριγυρισμένος από μιζέρια, αρρώστια και θάνατο, ο Τζιοζέ δεν αμφιβάλλει καθόλου για τα λεγόμενα του πατέρα του, χάρη στην πειστική του ερμηνεία και τη δική του αθωότητα.
Η ιστορία του Γκουίντο κρατάει μέχρι το τέλος, όταν μέσα στο χάος που προκάλεσε η αμερικανική εισβολή, λέει στο γιο του να μείνει μέσα σε ένα κουτί μέχρι να φύγουν όλοι, πείθοντάς τον ότι αυτό είναι το τελευταίο μέρος του παιχνιδιού. Ο Γκουίντο, ενώ προσπαθεί να βρει τη Ντόρα, συλλαμβάνεται και πυροβολείται από έναν φύλακα, αλλά όχι πριν κάνει το γιο του να γελάσει για τελευταία φορά, παριστάνοντας τον Ναζί φύλακα.
Ο Τζιοζέ καταφέρνει να επιζήσει και νομίζει ότι νίκησε το παιχνίδι όταν ένα αμερικανικό τανκ φτάνει και ελευθερώνει το στρατόπεδο. Βρίσκει τη μητέρα του, μη γνωρίζοντας ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει. Χρόνια αργότερα, συνειδητοποιεί τη θυσία του πατέρα του, που στην ουσία του έσωσε τη ζωή.

Πλευρικοί άνεμοι (2014)

Βρισκόμαστε στην Εσθονία του 1941, στην κορύφωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου το σοβιετικό καθεστώς του Στάλιν δίνει εντολή για την εκκένωση χωριών και πόλεων. Η νεαρή Έρνα εξορίζεται με τη μικρή της κόρη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας και ξεκινά να γράφει γράμματα στον άνδρα της, Χελντούρ, αγνοώντας την τύχη του. Οι πραγματικές επιστολές για τον αγώνα επιβίωσης στη σιβηρική στέπα αποτελούν τη βάση αφήγησης στο ασπρόμαυρο, ποιητικό ντεμπούτο του νεαρού Εσθονού σκηνοθετη Μάρτι Χέλντε, όπου οι μαύρες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας ξετυλίγονται σαν στιγμιότυπα από καρτ-ποστάλ. “Νομίζω ότι οι ζωές μας σταμάτησαν. Ο χρόνος σταμάτησε. Ήμουν ακίνητη για χρόνια.” Τα λόγια αυτά της Έρνας ήταν η έμπνευση για τον σκηνοθέτη να διαμορφώσει την ιδιαίτερη αισθητική της ταινίας με σκοπό να παγώσει τον χρόνο στην οθόνη. Μέσα από τη συρραφή  ασπρόμαυρων ταμπλό βιβάν, οι χαρακτήρες παραμένουν ακίνητοι σαν αγάλματα μέσα στα τοπία, ενώ η Ένρα εξιστορεί την αποτρόπαια καθημερινότητα. Σαν να βρισκόμαστε σε μουσείο, εγκλωβισμένοι στο χρόνο δεν γινόμαστε μάρτυρες των σκληρών γεγονότων καθαυτών, αλλά κοινωνοί του συναισθήματος της ηρωίδας: ” τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου πέρασαν σαν ασάλευτα.” Για αυτό και όταν ο ξεριζωμός φτάνει στο τέλος του και οι εικόνες αποκτούν κίνηση και οι άνθρωποι αποκτούν ζωή, τίποτα δεν είναι ίδιο. Η ζωή ξεκινά από το μηδέν, οι άνθρωποι είναι δύσκολο να ξανασυναντηθούν, αλλά παραμένει η ελπίδα, ότι όπως διασταυρώνονται οι άνεμοι στον αέρα, έτσι θα βρεθούν κάποια στιγμή οι ψυχές των ανθρώπων.Την εικαστική αξία της κινηματογράφησης εξυψώνουν οι κιαροσκούρο φωτοσκιάσεις αναδεικνύοντας αφενός την ανθρώπινη απόγνωση και πόνο και αφετέρου την άγρια ομορφιά του παγωμένου φυσικού τοπίου, ενώ η επιβλητική μουσική επένδυση δίνει το δραματικό τόνο μίας θηριωδίας, της οποίας ελάχιστοι επέζησαν.
Οι “Πλευρικοί Άνεμοι” είναι ένας φόρος τιμής στα θύματα του σοβιετικού Ολοκαυτώματος, εστιάζοντας στην ανθρώπινη πλευρά της φρίκης του πολέμου, προκαλώντας το συναίσθημα χωρίς να γίνεται μελό, θέτοντας το παράδοξο, τι αξίζει η ελευθερία αν πρέπει να την πληρώσει κανείς με μοναξιά.

Η εκλογή της Σόφι (1982)


Οι φρικιαστικές αναμνήσεις μιας Πολωνής επιζήσασας του Ολοκαυτώματος, της Sophie Zawistowska (Meryl Streep), έρχονται να αναστατώσουν και να στοιχειώσουν τη ζωή της στη Νέα Υόρκη. Η αγάπη της για τον Nathan Landau (Kevin Kline), έναν γοητευτικό και χαρισματικό, αλλά βυθισμένο στις παραισθήσεις Αμερικανο-Εβραίο χημικό (ο οποίος βασανίζεται από εμμονές για το Ολοκαύτωμα), είναι ένας από τους λόγους που την κάνουν να συνεχίζει να ζει. Πιστεύει ότι της αξίζει η μεταχείριση που υπομένει από αυτόν, γιατί οι επιλογές που έκανε ήταν τόσο καταστροφικές, που πρέπει με κάποιο τρόπο να εξιλεωθεί. 


Der Staat gegen Fritz (2015)


Γερμανία, 1957. Ο εισαγγελέας Φριτς Μπάουερ έχει σημαντικά στοιχεία ότι ο συνταγματάρχης των SS και ‘αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος' Αδόλφος Άιχμαν, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις μαζικές απελάσεις των Εβραίων, φέρεται να κρύβεται στο Μπουένος Άιρες. Ο Μπάουερ, ο οποίος είναι ο ίδιος Εβραίος, έχει προσπαθήσει να οδηγήσει στο δικαστήριο τα εγκλήματα του Τρίτου Ράιχ, μετά την επιστροφή του από την εξορία στη Δανία. Μέχρι στιγμής δεν τα έχει καταφέρει, λόγω της έντονης αποφασιστικότητας της Γερμανίας να καταστείλει το σκοτεινό παρελθόν της. Εξαιτίας της δυσπιστίας του στο γερμανικό σύστημα δικαιοσύνης, ο Φριτς Μπάουερ έρχεται σε επαφή με τη Μοσάντ, το Ινστιτούτο Πληροφοριών και Ειδικών Αποστολών του Ισραήλ, διαπράττοντας προδοσία. Ο Μπάουερ δεν ζητά εκδίκηση για το Ολοκαύτωμα, αλλά τον απασχολεί βαθιά το μέλλον της Γερμανίας. Οι γερμανικές ταινίες που αναφέρονται σε άγνωστες ιστορίες της μεταπολεμικής Γερμανίας και αφορούν κυρίως τον τρόπο με τον οποίο ένας ολόκληρος λαός αποφάσισε να αποσιωπήσει για πολλά χρόνια όλα όσα συνέβησαν, είναι – σε κάθε περίπτωση – συναρπαστικές, αν και τις περισσότερες φορές παραμένουν «μετρημένες» κινηματογραφικά, συμβατικές τόσο ώστε να μην τολμούν την υπέρβαση που θα τις έκανε κάτι περισσότερο από ένα ακαδημαϊκό μάθημα ιστορίας. Αυτό συνέβη στο θεματικά συγγενές «Ο Λαβύρινθος της Σιωπής», το ίδιο συμβαίνει και με την «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ», την αληθινή ιστορία του εισαγγελέα που ανέλαβε προσωπικά την καταδίωξη εγκληματιών Ναζί, όπως ο Αντολφ Αϊχμαν, ο οποίος αφού υπήρξε υπεύθυνος για τον αφανισμό εκατοντάδων Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατέφυγε στην Αργεντινή και παρέμεινε ελεύθερος αφού κανείς δεν μπορούσε (ή δεν ήθελε) να τον εντοπίσει. Χωρίς συμμάχους, αλλά αντίθετα με αναπάντεχους – και κατά βάση άγνωστους - εχθρούς που θα ήθελαν να μην αποκαλυφθεί καμία αλήθεια για το Ολοκαύτωμα και απειλές για τη ζωή του αλλά και τις φημολογούμενες σεξουαλικές του προτιμήσεις, ο Μπάουερ μοιάζει με έναν καουμπόι μέσα στην Αγρια Δύση μιας τόσο πληγωμένης χώρας που αρνείται να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια και προτιμά να καταδιώξει ακόμη μια φορά όποιον προσπαθεί να την αποκαλύψει. Η διαδρομή του μοιάζει με μια αποστολή που πρέπει να ολοκληρωθεί με οποιοδήποτε τίμημα, σαν αυτό να είναι το τελευταίο πράγμα που χρωστάει στην ανθρωπότητα πριν παραδώσει τους ογκώδεις φακέλους του που θα ξαναγράψουν την ιστορία από την αρχή και σωστά. Και η σχέση του με έναν νεαρό εισαγγελέα που θα τον πιστέψει, θα τον βοηθήσει, θα εκπληρώσει το δικό του χρέος απέναντι στη συνείδηση, τη χώρα και τη Ιστορία θα είναι καθοριστική. Αν το φιλμ του Λαρς Κραουμε μοιάζει μικρότερο από το θέμα του, αυτό σίγουρα δεν οφείλεται στον Μπούργκχαρτ Κλάουσνερ (θυμηθείτε τον από τη «Λευκή Κορδέλα» του Μϊκαελ Χάνεκε) που κάνει κάτι απείρως σπουδαιότερο από το να υποδύεται τον Φριτς Μπάουερ: ενσωματώνει μέσα στην κίνησή του, την αποφασιστικότητα, τον αδιόρατο τρόμο του, την ειρωνεία και την απόλυτη πίστη του στο καλό, όλα όσα τον κάνουν έναν πραγματικό αντι-ήρωα που του αξίζει όχι μόνο μία ταινία αλλά και μια θέση στην Ιστορία. Γύρω του, όλα μοιάζουν αδύναμα, λίγα και όχι ακριβώς συγκλονιστικά. Από την επίμονη επεξηγηματική διάθεση ώστε τίποτα να μην μείνει αδιευκρίνιστο, μέχρι τον ατμοσφαιρικό μεν αλλά λίγο Ρόναλντ Ζέρφελντ (του «Phoenix»), το νουάρ άρωμα που σβήνει άδοξα σε κάτι λιγότερο από το λαβυρινθώδες κυνηγητό της αλήθειας και τον διάχυτο διδακτισμό, το «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ» σε κρατάει σε αγωνία ακόμη και για κάτι που γνωρίζεις ήδη, αλλά δεν σου προσφέρει παρά τη συγκίνηση μιας διαπίστωσης. Μέσα του διακρίνεις – αλλά μάταια περιμένεις να βγει στην επιφάνεια εκείνη η ταινία που θα μιλούσε για τα προσωπικά φαντάσματα, την ατομικότητα που ορίζει την Ιστορία, την ενοχή που γίνεται όπλο απέναντι στην αδικία και την πορεία των πραγμάτων που συνήθως χρειάζεται τους τολμηρούς για να λοξοδρομήσει και να μπει στη σωστή τροχιά...
Η άρνηση (2016)


Oταν η ιστορικός Ντέμπορα Λίπσταντ εκδίδει το βιβλίο της «Denying the Holocaust: The Growing Assault on Truth and Memory» στη Μεγάλη Βρετανία, μαθαίνει σοκαρισμένη ότι ο Βρετανός συγγραφέας Ντέιβιντ Ίρβινγκ, ο οποίος έχει καταπιαστεί στα βιβλία του με θέματα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, την μηνύει για δυσφήμιση. Αυτό που είναι πιο αξιοπερίεργο για τη διακεκριμένη ακαδημαϊκό είναι ότι, σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο, θεωρείται ένοχη μέχρι να αποδείξει ότι είναι αθώα. Εκτός, λοιπόν, από το να υπερασπιστεί τον εαυτό της, η Λίπσταντ θα προσπαθήσει να αποδείξει και το αυταπόδεικτο: ότι το Ολοκαύτωμα συνέβη. Παθιασμένη και ανεξάρτητη, η Λίπσταντ αρνείται να συμβιβαστεί και διεκδικεί τη μέρα της στο δικαστήριο. Η νομική ομάδα της, όμως, της προτείνει ένα περίεργο σχέδιο: να μην παρουσιαστούν στο εδώλιο ούτε η ίδια, ούτε κάποιος επιζώντας του Ολοκαυτώματος. Κάποια στιγμή, στην ταινία, κάποιος λέει την εξής ατάκα: «Δεν ήρθαμε εδώ για να αποτίσουμε φόρο τιμής, αλλά για να εξετάσουμε τα γεγονότα.» Και μάλλον αυτό τον σκοπό θα είχε αρχικά ο Μικ Τζάκσον (ο σκηνοθέτης του «The Bodyguard»). Nα μη φτιάξει ακόμη μια ταινία που θα προκαλέσει συγκίνηση με τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος αλλά να σκηνοθετήσει ένα φιλμ που εξετάζει το αν το Ολοκαύτωμα πραγματικά υπήρξε ποτέ στη συσκευασία ενός δυνατού δικαστικού δράματος. Ενα δικαστικό δράμα, όμως, δεν είναι κάτι τόσο απλό, ιδίως όταν - όπως σίγουρα εδώ - γνωρίζουμε ήδη την έκβαση της δίκης πριν καν δούμε την ταινία. Εκεί, λοιπόν, που η «Αρνηση» έπρεπε να σε καθηλώνει από την αρχή, καθώς πρωταγωνιστής και θεατής προσπαθούν να συνδέσουν τα γεγονότα και τις πληροφορίες για να λύσουν ένα περίπλοκο νομικό παζλ, ο Τζάκσον προσκολλάται τελικά στο συναισθηματικό κομμάτι του Ολοκαυτώματος, που μάταια από ό,τι φαίνεται προσπαθεί να αποφύγει, και για άλλη μια φορά γίνεται αυτό ο απόλυτος πρωταγωνιστής της ταινίας του, παραγκωνίζοντας οτιδήποτε άλλο πιο ενδιαφέρον στο παρασκήνιο. Φυσικά και το συναισθηματικό κομμάτι του Ολοκαυτώματος δεν θα έπρεπε να λείπει από μια τέτοια ταινία, αλλά σίγουρα δεν θα έπρεπε να «ρίξει» τη βαρύτητά του πάνω στους χαρακτήρες της και το δράμα τους. Η «Αρνηση», μπαίνει γρήγορα στον αυτόματο πιλότο, κόβεται και ράβεται στα μέτρα και τα σταθμά μιας Ακαδημαϊκής Οσκαρικής ταινίας και στο τέλος φαίνεται να μένει στον δρόμο. Η μάχη που μαίνεται μέσα στην δικαστική αίθουσα είναι ενδιαφέρουσα μέχρι τη στιγμή που κλείνουν οι πόρτες του δικαστηρίου και υπάρχουν στιγμές που το νιώθεις ότι ο Τζάκσον αδυνατεί να σκιαγραφήσει τους ήρωές του ή να τους προσφέρει την κάθαρση που αξίζουν - αν εξαιρέσει κάποιος τη (γνωστή, αλλά ανακουφιστική) έκβαση της δίκης. Ακόμα κι έτσι όμως, υπάρχουν στιγμές μέσα στο φιλμ που σώζονται κυρίως λόγω του σεναρίου του Ντέιβιντ Χέαρ («Οι Ωρες», «Τhe Reader»), όταν οι ήρωες παλεύουν μεταξύ λογικής και συναισθήματος και για το ποιο θα καταφέρει να επικρατήσει στο τέλος ή στη σκηνή της επίσκεψης στο Αουσβιτς, την οποία ο Τζάκσον αντιμετωπίζει με το σεβασμό που της αξίζει. Το πάθος της Λίπσταντ, και όλη αυτή η φωτιά που αναβλύζει από μέσα της, φαίνεται να τα έχει μετριάσει η Ρέιτσελ Βάις η οποία, αν και πείθει με την Κουίνς προφορά της, χάνει στα σημεία όταν προσπαθεί να δώσει στον χαρακτήρα της το δυναμισμό που χρειάζεται. Την κάνει να μοιάζει περισσότερο ως μια νευρική γυναίκα που φωνάζει στους συνηγόρους της, παρά ως μια μαχήτρια η οποία προσπαθεί να αποδείξει τα αυταπόδεικτα και να κάνει τις φωνές όλων αυτών που έχασαν την ζωή τους στο Αουσβιτς να ακουστούν. Ακόμα κι ο Τίμοθι Σπολ στον ρόλο του ρατσιστή και αντισημίτη ιστορικού Ντέιβιντ Ιρβινγκ, μοιάζει ως μια καρικατούρα κακού με υπερβολικά μεγάλο εγώ και τίποτα παραπάνω, ενώ ο μόνος που αναδεικνύεται μέσα σε όλα αυτά είναι ο ρόλος του Τομ Γουίλκινσον, ένας δικηγόρος που προσπαθεί να βρει στοιχεία για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες του Ιρβινγκ στο δικαστήριο και ο οποίος με την ερμηνεία του δίνει την κατάλληλη δόση ανθρωπιάς αλλά και ηθικής στην οποία προσπαθεί να στηρίξει την ταινία του ο Τζάκσον. Ο Τζάκσον προσπάθησε να κάνει με την «Αρνηση» ένα από αυτά τα δικαστικά δράματα που προσπαθούν να σου κρατήσουν το ενδιαφέρον αμείωτο λόγω της δυνατής και ενδιαφέρουσας υπόθεσης τους. Υπάρχουν όμως πολλές ενστάσεις για το πως προσέγγισε το θέμα, και εν τέλει δεν είναι από αυτά τα δικαστικά δράματα που θα σε κερδίσουν με την ετυμηγορία τους, αλλά ούτε από αυτά που θα τα θυμάσαι για καιρό. Και αυτό είναι κρίμα γιατί είναι μια (κινηματογραφική) υπόθεση που θα μπορούσε να κερδίσει την δίκη (του θεατή).

Φιλιά εις τα παιδιά (ντοκιμαντέρ 2011)


Πέντε μικρά Εβραιόπουλα στην Ελλάδα της Γερμανικής Κατοχής.
Η παιδική ηλικία ήταν ο Παράδεισός τους.
Ακόμα κι αν την έζησαν κρυμμένα στην αγκαλιά των ξένων,
ακόμα κι αν την έχασαν στη σκιά του Ολοκαυτώματος.
Πέντε μικρά Εβραιόπουλα στην Ελλάδα της Γερμανικής Κατοχής που σώθηκαν από το θάνατο χάρις σε οικογένειες Χριστιανών, πέντε ‘‘κρυμμένα παιδιά’’ που έζησαν μέσα στην απόλυτη σιωπή, αφηγούνται τις ιστορίες τους. Ιστορίες τρόμου κι αγωνίας αλλά και στιγμές παιδικής ανεμελιάς μέσα στην αγκαλιά των ξένων. Στοργικές φωλιές, κρυφοί παράδεισοι μακριά από τη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Πέντε παιδιά που μεγάλωσαν απότομα. Η Ροζίνα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ και ο Μάριος πέρασαν τη ζωή τους κουβαλώντας πάντα μαζί τη μνήμη χιλιάδων παιδιών: εκείνων που δεν πρόλαβαν ποτέ να μεγαλώσουν.
Η ταινία παρακολουθεί αυτά τα πρόσωπα από την παιδική ηλικία μέχρι σήμερα, φέρνοντας στο φως πολύτιμα προσωπικά τους ντοκουμέντα –ένα παιδικό ημερολόγιο, μια σχολική έκθεση, φωτογραφίες και οικογενειακά φιλμάκια– τεκμήρια μιας ολόκληρης εποχής. Παράλληλα, σκιαγραφείται η ζωή των Εβραϊκών κοινοτήτων της Ελλάδας πριν τον Πόλεμο και αποκαλύπτονται σπάνιες εικόνες της κατεχόμενης Αθήνας και Θεσσαλονίκης, μέσα από κινηματογραφικά αρχεία, ερασιτεχνικές ταινίες Γερμανών στρατιωτών και παράνομες λήψεις Ελλήνων πατριωτών.
Το “Φιλιά εις τα παιδιά” δεν είναι μια ακόμα ταινία για το Ολοκαύτωμα, είναι μια ταινία για την παιδική ηλικία στη σκιά του Ολοκαυτώματος. Είναι μικρές προσωπικές ιστορίες στη δίνη της Ιστορίας. 

Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Χανιά και στο Άουσβιτς της Πολωνίας, ενώ προβλήθηκε επί πολλές εβδομάδες σε κινηματογράφους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, σε ειδικές προβολές σε άλλες πόλεις, σε πολλά σχολεία και τιμήθηκε με 8 βραβεία σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ. Η ταινία συνεχίζει την διεθνή της πορεία σε φεστιβάλ και εκδηλώσεις στις ΗΠΑ, Ευρώπη, Αυστραλία.




Γυμνός ανάμεσα στους λύκους (2018)


Καθώς φήμες διαδίδονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ, ότι καταφτάνουν σύμμαχοι, οι κρατούμενοι, αναζωπυρώνουν τις ελπίδες τους για επιβίωση και ελευθερία. Όταν μια ομάδα φυλακισμένων μεταφέρεται από το Άουσβιτς, ένα τετράχρονο παιδί μπαίνει λαθραία στο στρατόπεδο μέσα σε μια βαλίτσα. Είναι Εβραϊκής καταγωγής και γεννημένο στο Άουσβιτς και εάν αυτό γίνει αντιληπτό, θα το σκοτώσουν. Μια ομάδα κρατουμένων αποφασίζει να το προστατέψει από τα χέρια των Γερμανών, και παρόλο που δεν μπορούν να φυγαδεύσουν το παιδί έξω από το Μπούχενβαλντ, καταφέρνουν να το κρύψουν, μεταφέροντας το από το ένα μέρος του στρατοπέδου στο άλλο, όσο οι Ναζί κάνουν περιπολίες. Απειλές και βασανιστήρια από τους άνδρες των SS δεν αποδίδουν και το αγόρι γίνεται σύμβολο της πάλης ανάμεσα στους κρατούμενους και τους φύλακες.  Η διάσωση του παιδιού γίνεται υπόθεση της ΙΛΚ (Διεθνούς Επιτροπής Στρατοπέδου)  που λειτουργεί στο στρατόπεδο και φροντίζει για την επιβίωση των κρατουμένων και την προετοιμασία για την απελευθέρωσή τους. Η σωτηρία του παιδιού γίνεται υπόθεση όλων, αψηφώντας τρομοκρατία, βασανιστήριο, θάνατο.

Οι παραχαράκτες (2007)

«Επιχείρηση Μπέρναρντ». Πρόκειται για την πραγματική ιστορία του Σάλομον Σόροβιτς, έμπειρου παραχαράκτη και λάτρη της μποέμικης ζωής. Οταν συλλαμβάνεται από τους Ναζί το 1936, μεταφέρεται στο Μαουτχάουζεν, όπου καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στο καλλιτεχνικό του ταλέντο. Το ίδιο αυτό ταλέντο θα του «εξασφαλίσει» τη μετάθεση σε ένα άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το Σαχσενχάουζεν, όπου έχει στηθεί μια καλά οργανωμένη επιχείρηση παραχαράξεως νομισμάτων για την οικονομική ενίσχυση του πολέμου και των SS. Η μεγαλύτερη υπόθεση πλαστογραφίας όλων των εποχών, όπου 130 εκατομμύρια στερλίνες τυπώθηκαν παράνομα, κάτω από τις πιο τραγικές συνθήκες.



Διαβάζοντας στη Χάννα (2008)


Το «Διαβάζοντας στη Χάννα» πρωτοεκδόθηκε το 1995 στη Γερμανία και αποτελεί ως επί το πλείστον μια αυτοβιογραφία του συγγραφέα του, Μπέρνχαρντ Σλινκ. Έκτοτε έγινε best seller σε πολλές χώρες και μεταφράστηκε σε πάνω από 40 γλώσσες. Πέρασαν περίπου 15 χρόνια ώσπου να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη.
Μια ημέρα, επιστρέφοντας από το σχολείο, ο 15χρονος Μίκαελ Μπεργκ νιώθει έντονη αδιαθεσία. Ακουμπάει σ’ έναν τοίχο και κάνει εμετό. Ενώ βρίσκεται παραδομένος στην αδιαθεσία του, παρουσιάζεται μια γυναίκα γύρω στα 35, η οποία τον βοηθάει. Λόγω της οστρακιάς ο Μίκαελ Μπεργκ δεν πηγαίνει σχολείο για δυο μήνες. Επισκέπτεται τη γυναίκα που τον βοήθησε, ξανά και ξανά, καθώς μια ερωτική σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους. Ο Μίκαελ συνηθίζει πριν ή μετά το σεξ να διαβάζει στην ερωμένη του, τη Χάννα, βιβλία σπουδαίων συγγραφέων. Ώσπου ξαφνικά μια ημέρα η Χάννα εξαφανίζεται…….
Η ταινία «Σφραγισμένα χείλη» (The reader, ο αγγλικός τίτλος) κερδίζει εκ προοιμίου θετικές εντυπώσεις και μόνο με το όνομα του σκηνοθέτη της, Στίβεν Ντάλντρι, ο οποίος έχει γοητεύσει το κοινό με τις ταινίες του «Οι ώρες» και «Μπίλυ Έλιοτ». Οι σκηνοθετικές λήψεις του Ντάλντρι, ακόμα και σε κλειστούς χώρους, απεικονίζουν άριστα την εποχή, τις προκαταλήψεις περί ναζισμού, αλλά και τα ψυχογραφήματα των ηρώων του. Οι αποκλίσεις του σεναρίου από το κείμενο του βιβλίου είναι μηδαμινές, γεγονός που με τη σκηνοθετική μαεστρία του Ντάλντρι δεν βαραίνει καθόλου τη ροή και την εξέλιξη της ιστορίας στην οθόνη.
Η ερμηνεία της Κέητ Γουίνσλετ στο ρόλο της Χάννα Σμιτς είναι πραγματικά αποθεωτική, αναδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το ταλέντο της. Εκφραστική με κάθε μέσο του σώματος και του προσώπου της, η Γουίνσλετ αποδίδει στο έπακρο την ένταση, την ιδιοσυγκρασία, αλλά και τη θηλυκότητα του χαρακτήρα της. Δεν πρόκειται για μια προσωπικότητα που ξεχωρίζει από το μέσο άνθρωπο, αλλά για ένα χαρακτήρα που αποδέχεται με σθένος τα λάθη, αλλά και τα πάθη του. Η ερμηνεία του Ρέιφ Φάινς στο ρόλο του Μίκαελ Μπεργκ σε μεγαλύτερη ηλικία και του Ντέιβιντ Κρος (ο Μίκαελ Μπεργκ σε νεότερη ηλικία), είναι εξαιρετικές, θέτοντας τον κύριο πρωταγωνιστή σε καίριο παρατηρητή του κλίματος και των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Γερμανία, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο.
Το θετικότερο σημείο της ταινίας σε «παρασκηνιακό» επίπεδο είναι η εξαιρετική φωτογραφία, πραγματική αποθέωση. Ακόμα, η επιλογή του Νίκο Μίλι στη μουσική επένδυση της ταινίας είναι αρκούντως καλή. Η ταινία είναι αφιερωμένη στους διάσημους παραγωγούς της Άντονι Μινγκέλα και Σίντνεϊ Πόλακ που έφυγαν από τη ζωή. Επίσης αξιοσημείωτο είναι πως η επιλογή του Ντέιβιντ Κρος έγινε λόγω ομοιότητας με το συγγραφέα, αφού ο νεαρός δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός. Είναι μια εξαιρετική ταινία, που καθηλώνει το κοινό απ’ όλες τις πλευρές, αλλά και αφήνει διακριτικά το μήνυμά της να εκρεύσει, η σημασία του να είσαι άνθρωπος. Η ταινία έχει προταθεί για τέσσερις Χρυσές Σφαίρες.

Ο τυφλός ήρωας (2014)


Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ παραγωγής NDR/RBB/HR/WDR , διάρκειας 90’.
Αυτό το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ αφηγείται την ιστορία του «άγνωστου Schindler», Otto Weidt, που έσωσε πολλούς Εβραίους από τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου. Στη δεκαετία του 1940, ο βερολινέζος κατασκευαστής βουρτσών, Otto Weidt, χρησιμοποιεί πονηριά για να προστατεύσει το προσωπικό του-το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι Εβραίοι και οι περισσότεροι από αυτούς τυφλοί,- από την Γκεστάπο. Όταν η γραμματέας του Alice Licht στάλθηκε στο Άουσβιτς, ο Weidt, σχεδόν τυφλός, ξεκίνησε σχεδόν αμέσως για εκεί σε μια προσπάθεια να πείσει τις αρχές να απελευθερώσουν την ίδια και την οικογένειά της. Αλλά η Alice είχε ήδη μεταφερθεί σε άλλο στρατόπεδο και η υπόλοιπη οικογένειά της είχε δολοφονηθεί στους θαλάμους αερίων. Κατάφερε να έρθει σε επαφή μαζί της ενώ αυτή εξακολουθούσε να κρατείται από τους Ναζί. Βρήκε μια ασφαλή κατοικία κοντά στο στρατόπεδο και σχεδίαζε τη διαφυγή της. Το πετυχαίνει, αλλά η αγάπη του γι ‘αυτήν παραμένει χωρίς ανταπόκριση. Η ιστορία βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις μαρτυρίες και στις αναμνήσεις της Inge Deutschkron, της 92χρονης Γερμανο-Εβραίας συγγραφέα την οποία ο Weidt έσωσε επίσης από τους Ναζί.
Σκηνοθεσία: Kai Christiansen

The Windermere children
Βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 1945. Μια ομάδα παιδιών που επέζησαν από το Ολοκαύτωμα καταφτάνει στο Calgarth Estate της Αγγλίας. Μόνες τους αποσκευές είναι τα ρούχα τους και τα βαριά τραύματα που απέκτησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά τον ανελέητο διωγμό του εβραϊκού πληθυσμού της Γερμανίας από το Τρίτο Ράιχ. Mια ομάδα ειδικών, που αποτελείται μεταξύ άλλων από έναν ψυχολόγο, έναν προπονητή ποδοσφαίρου και μια ζωγράφο, θα βοηθήσει τα παιδιά να διαχειριστούν τα νέα δεδομένα της ζωής τους, ξεπερνώντας τους εφιάλτες τους. Τα παιδιά θα ξεκινήσουν να μαθαίνουν αγγλικά, να παίζουν ποδόσφαιρο, να ζωγραφίζουν και να γίνονται ο ένας οικογένεια του άλλου, σε μια ιστορία που διδάσκει τη σημασία της ελπίδας. 
Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Romola Garai (The Hour), Tim McInnerny (Blackadder), Thomas Kretschmann (The Pianist) και Iain Glen (Downton Abbey, Game of Thrones)
Πηγή: flix

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου