Ετικέτες

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Το μεγαλείο της ζωής- το τέλος της ζωής του Φραντς Κάφκα

Ο Γερμανός Michael Kumpfmüller (γενν. 1961, ζει στο Βερολίνο) ήταν δικαίως αποδέκτης του Ευρωπαϊκού Βραβείου Λογοτεχνίας Jean Monnet το 2013 για το μυθιστόρημα «Το μεγαλείο της ζωής» (Die Herrlichkeit des Lebens). Μελέτησε προηγουμένως όλο το υλικό γύρω από τον Κάφκα, μαζί και όλα τα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, τα ημερολόγια του Κάφκα (η μεταξύ τους αλληλογραφία δυστυχώς δεν έχει διασωθεί) και κάποιες σελίδες που έγραψε η Ντόρα Ντιαμάντ για τη σχέση της με τον Κάφκα λίγο πριν πεθάνει το 1952 στο Λονδίνο για να ανασυστήσει την ιστορία του βιβλίου του. Είναι, όμως, αξιέπαινος ο τρόπος με τον οποίο μετέτρεψε έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα σε έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που μέσα σε λίγους μήνες προσπαθεί να βιλωσει το μεγαλείο της ζωής, την ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανός ένας άνθρωπος εξαιτίας ενός άλλου ανθρώπου. H δίψα για την επιβίωση αποτελεί βασικό στοιχείο του μύθου γύρω από τον Κάφκα, η φήμη του οποίου σημαδεύτηκε αρκετά από μια δυστυχισμένη ζωή εξαιτίας της αρρώστιας (φυματίωση) που τον ταλαιπώρησε στα πιο δημιουργικά του χρόνια και τελικά του αφαίρεσε τη ζωή στα 41 του. Τώρα, όμως, ο συγγραφέας φωτίζει - θα τολμούσαμε να πούμε - χαρούμενα τον μεγάλο συγγραφέα, ο οποίος στο τελευταίο έτος του βίου του ζει ένα μεγάλο έρωτα και παίρνει τη ζωή στα χέρια του, πριν να είναι πολύ αργά. Ο Κάφκα, μέχρι να γνωρίσει την Ντόρα Ντιαμάντ (κατά πολύ νεότερή του, ελκυστική και δυναμική, επίσης Εβραία, από την Πολωνία, μαγείρισσα στην κατασκήνωση της Εβραϊκής Στέγης του Βερολίνου) δεν είχε συγκατοικήσει ποτέ με μια γυναίκα. Οι μελετητές του θεωρούν ως εύλογη αιτία της αποστροφής του για δική του οικογένεια τη δύσκολη σχέση με τους γονείς του, ειδικά με τον αυταρχικό πατέρα του, κάτι που είναι εύδηλο και στα γραπτά του. Πιθανή αιτία φαίνεται να είναι και η αφοσίωσή του στο γράψιμο. «Τις γυναίκες πρώτα τις τραβούσε και μετά τις έδιωχνε από κοντά του, τις φόβιζε με το φόβο του, ανησυχούσε πως θα τον εμπόδιζαν στο γράψιμο». Θα είναι ο τελευταίος έρωτας του συγγραφέα της «Μεταμόρφωσης» και της «Δίκης» και ο λιγότερο γνωστός. Το καλοκαίρι του 1923, ο Κάφκα, ήδη βαριά άρρωστος με φυματίωση, γνωρίζει τον τελευταίο έρωτα της ζωής του και μέσα σε λίγες βδομάδες επιλέγει να ζήσει μαζί με τη γυναίκα που ερωτεύτηκε, μετακομίζει στο μεσοπολεμικό Βερολίνο, που ήταν όνειρο ζωής, εν μέσω βέβαια της φοβερής οικονομικής κρίσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τη λαίλαπα που ετοιμάζει το έδαφος για  τον Β΄ Παγκόσμιο ΠόλεμοΗ ζωή φυσικά δεν είναι εύκολη εκεί. Αλλάζουν συνεχώς σπίτι, οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν τρομακτικά, το μάρκο κατρακυλά και παρασύρει μαζί του τους Γερμανούς όλο και πιο βαθιά σε μιαν άβυσσο φτώχειας και δυστυχίας. «Για λίγο ζουν σαν μέσα σε γυάλινο θόλο, αδιάφοροι μάλλον για ό,τι συμβαίνει απ΄έξω, την τρομερή ακρίβεια που τελικά επηρεάζει και τη δική τους ζωή, τη γενική αναστάτωση, την πνευματική χρεοκοπία». Συγχρόνως, η αρρώστια δείχνει τα "δόντια" της. Η κατάστασή του επιδεινώνεται, οι πόνοι επανέρχονται, ο βήχας γίνεται επίμονος, το βάρος του διαρκώς μειώνεται. Μαζί και μια εποχή, προοίμιο για την άνοδο του ναζισμού, την τύχη των Εβραίων και την έλευση του Β΄ Παγκοσμίου ΠολέμουΌταν η κατάστασή του χειροτερεύει, επιστρέφει στην Πράγα για λίγο, μέχρι να εισαχθεί σε σανατόριο κοντά στη Βιέννη, όπου πεθαίνει στις 3 Ιουνίου του 1924, «μεσημέρι στην αγκαλιά της». Είναι γνωστό ότι εν ζωή ο Κάφκα δημοσίευσε ελάχιστα από τα κείμενά του. Πριν φύγει από τη ζωή έκαψε τα περισσότερα χειρόγραφά του και άφησε εντολή στον Μαξ Μπροντ , εκτελεστή της πνευματικής του κληρονομιάς, να κάψει ό,τι είχε απομείνει.  Το καλοκαίρι του 1924 η Ντόρα πήρε μαζί της στο Βερολίνο είκοσι τετράδια και τριάντα πέντε γράμματα του αγαπημένου της, τα οποία κράτησε παρά την επιθυμία του και αρνήθηκε να τα παραδώσει στον Μαξ Μπροντ που της τα ζητούσε επίμονα. Όμως τον Αύγουστο του 1933 κατασχέθηκαν από την Γκεστάπο, σε έφοδο στο διαμέρισμά της. Αλλά και η ζωή της Ντόρα Ντιαμάντ μοιάζει μυθιστορηματική: Ασχολήθηκε με το θέατρο και την εβραϊκή παράδοση, πλήρωσε κι αυτή τα ταραχώδη χρόνια που έζησε. Παντρεύτηκε τον διευθυντή της εφημερίδας του Κομμουνιστικού Κόμματος και μαζί του έφυγε το 1936 στη Σοβιετική ΄Ενωση για να σωθούν από τους ναζί. Μετά από τρία χρόνια, όταν ο σύζυγός της συνελήφθη κατά τις σταλινικές εκκαθαρίσεις, δραπέτευσε στην Αγγλία, ζώντας τη δύσκολη ζωή των Εβραίων εμιγκράδων. Απολαυστικό βιβλίο σε μια καταπληκτική ελληνική γλώσσα, μετάφραση  Μαρίας Αγγελίδου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου