Ετικέτες

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Μπεν Φερένζ: «Κοίταξα την Κόλαση»

Νυρεμβέργη, 1947. Ο Μπεν Φερένζ είναι ο επικεφαλής εισαγγελέας στην δίκη των Ταγμάτων Θανάτου των SS. «Είχαν δολοφονήσει πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Κι εγώ είχα τις αποδείξεις στα χέρια μου», λέει στο inside story ο τελευταίος εν ζωή πρωταγωνιστής της «μεγαλύτερης δίκης στην ιστορία της ανθρωπότητας».
Η φωνή του από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, φτάνει σε εμένα ζωηρή και δυνατή. Ο Μπεν Φερένζ έχει διάθεση για κουβέντα. «Καλείς από την Αθήνα, λοιπόν. Θαυμάσια. Σε ακούω, ξεκίνα», μου λέει, κάνοντας σαφές ότι έχει μεν όρεξη για συζήτηση, αλλά όχι και πολύ χρόνο. Όταν δεν φροντίζει την γυναίκα του, που όπως μου λέει είναι πλέον η προτεραιότητά του, ο 98χρονος νομικός γράφει ασταμάτητα. Του φαίνεται αδιανόητο να μην εργάζεται. «Και τι άλλο να κάνω; Μήπως έχω και χρόνο για χάσιμο;», σχολιάζει, γελώντας με τον αυτοσαρκασμό του.
«Θα πήγαινα και στο Τορόντο, το είχα προγραμματίσει, αλλά δυστυχώς έχω ένα μικροπρόβλημα υγείας και ο γιατρός μου ήταν κατηγορηματικός, δεν πρέπει να κουραστώ με τα αεροπλάνα», συνεχίζει. Ο Φερένζ θα πήγαινε στον Καναδά για να είναι εκεί στο Toronto International Film Festival. Η παγκόσμια πρεμιέρα του Prosecuting Evil του Μπάρι Άβριτς ήταν προγραμματισμένη για τις 7 Σεπτεμβρίου.
Η ταινία ήταν που έδωσε και σε μένα μια θαυμάσια αφορμή για να του ζητήσω να μου αφηγηθεί την ιστορία της ζωής του, ανακαλώντας κάποια από τα πιο συγκλονιστικά επεισόδια του περασμένου αιώνα. Σε αυτά τα επεισόδια, ο ίδιος είχε αναδειχθεί αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής. Στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης ήταν μόλις 27 ετών. Και εκείνη ήταν η πρώτη του δίκη. Πολύ νέος, πολύ άπειρος. Με τα μάτια όλου του κόσμου στραμμένα πάνω του. Ένας μικροκαμωμένος νεαρός που έμοιαζε σχεδόν παιδί. Αλλά ο Μπεν Φερένζ δεν ήταν παιδί. Και δεν ήταν καθόλου αφελής ή άβγαλτος. Ο 98χρονος άνδρας ανήκει σε μια γενιά που ωρίμασε γρήγορα. Διότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η εποχή, ο τόπος, οι συνθήκες δεν του είχαν αφήσει επιλογές.
«Να σας πω την ιστορία από την αρχή, ωραία. Λοιπόν, γεννήθηκα στα Καρπάθια, στην Τρανσυλβανία το 1920. Την έχετε ακουστά εσείς την Τρανσυλβανία, είστε Ευρωπαία. Εκεί που γεννήθηκα εγώ είναι η Ρουμανία». Η αδελφή του είχε γεννηθεί τρία χρόνια νωρίτερα, στο ίδιο κρεβάτι, αλλά στην Ουγγαρία. Ο Μπεν Φερένζ γελάει. «Βλέπετε, τότε το χωριό ανήκε στην Ουγγαρία. Εγώ είμαι Ρουμάνος, η αδελφή μου Ουγγαρέζα. Πολύ μου αρέσει να το λέω αυτό, με κάθε ευκαιρία, γιατί δείχνει πόσο ανόητος είναι τελικά ο εθνικισμός».
Ο Φερένζ είναι μόλις εννέα μηνών όταν οι γονείς του αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Υπήρχε τρομερή φτώχεια στο χωριό, δεν υπήρχαν δουλειές. Έπειτα μια οικογένεια Εβραίων, όπως η δική μας, είχε κι άλλα προβλήματα. Οι Καθολικοί της Ρουμανίας δεν μας συμπαθούσαν καθόλου και το έδειχναν». Έτσι η οικογένεια μπαίνει στο καράβι για τη Νέα Υόρκη. Χωρίς χρήματα, χωρίς να ξέρουν την γλώσσα, χωρίς ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Μόνο με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής.
«Εγκατασταθήκαμε σε ένα υπόγειο, στο Hell’s Kitchen», αφηγείται, «και πρέπει να σας πω ότι η γειτονιά μας το άξιζε το όνομά της». Την εποχή που εκείνος μεγάλωνε αυτή ήταν η συνοικία με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα. Και η καθημερινότητα δεν ήταν τόσο συναρπαστική όσο την βλέπουμε στις ταινίες του Χόλιγουντ. «Ήταν πολύ σκληρή ζωή. Οι γονείς μου ήταν πάμφτωχοι. Δεν είχαν δεξιότητες που μπορούσαν να τους χρησιμεύσουν. Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης, αλλά βασικά είχε μάθει να φτιάχνει μπότες στην Τρανσυλβανία. Στη Νέα Υόρκη, όπως φαντάζεστε ίσως, δεν υπήρχε ζήτηση για το συγκεκριμένο προϊόν. Τελικά, όμως, στάθηκε τυχερός γιατί βρήκε δουλειά ως θυρωρός».
Εκεί που μεγάλωνε, συνεχίζει, το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου θα ήταν να στραφεί στην παρανομία. «Όταν ήμουν παιδί, μου είχε πει κάποιος ότι εσύ θα γίνεις ή καλός εγκληματίας ή καλός δικηγόρος. Εγώ τότε δεν ήξερα τι ακριβώς κάνει ένας δικηγόρος, αλλά είχα ήδη αποφασίσει ότι εγκληματίας δεν θέλω να γίνω», λέει γελώντας. Στάθηκε τυχερός, μου λέει, γιατί πήρε άριστη εκπαίδευση. Ο Φερένζ τέλειωσε ένα σχολείο για χαρισματικά παιδιά και από εκεί έγινε δεκτός στο Χάρβαρντ, όπου σπούδασε με υποτροφία.
«Δεν γνωρίζαμε το μέγεθος του εγκλήματος»
Την περίοδο που αποφοιτούσε, όλοι οι φίλοι του έφευγαν στον πόλεμο. «Τρέχαμε όλοι να καταταγούμε. Εγώ ήθελα να πάω στην αεροπορία, αλλά τα πόδια μου δεν έφταναν τα πεντάλ. Έχω ύψος 1,55. Τι να κάνω, πήγα στον Στρατό Ξηράς. Και με έστειλαν στην Ευρώπη». Ο 23χρονος Νεοϋορκέζος θα πάρει μέρος, όπως μου λέει, σε όλες τις μεγάλες μάχες, από τις ακτές της Νορμανδίας και μέχρι τον Ρήνο, παντού. «Είδα τη φρίκη του πολέμου. Την είδα ως στρατιώτης». Στον Ρήνο έφτασε όταν ο πόλεμος φαινόταν ότι είχε κριθεί. Ο αμερικανικός στρατός ιδρύει ένα Τμήμα Εγκλημάτων Πολέμου, για να ερευνήσει τα εγκλήματα κατά των Αμερικανών στρατιωτών. Στο πρόσωπο του νεαρού νομικού από το Χάρβαρντ βλέπουν το σωστό πρόσωπο τη σωστή στιγμή. Ο Φερένζ μου λέει ότι δεν του πέρασε από το μυαλό να αρνηθεί. «Σας λέω, είχα ήδη δει τη φρίκη του πολέμου». Κάνει μια μικρή παύση. «Αλλά, αυτό που αντικρίσαμε...».
Ο Μπεν Φερένζ είναι ανάμεσα στους πρώτους ανθρώπους που θα μπουν στα στρατόπεδα θανάτου. «Δεν είχατε έως τότε γνώση της κατάστασης που επικρατούσε στα στρατόπεδα;» ρωτάω. «Υπήρχαν αναφορές, αλλά όχι, το μέγεθος του εγκλήματος, όχι, δεν το γνωρίζαμε». Ο Φερένζ κάνει πάλι μια παύση. «Κοιτάξτε, έχουν περάσει δεκαετίες, έχω γράψει κι έχω μιλήσει αμέτρητες φορές. Δυσκολεύομαι... Θα το ξανακάνω, όμως, γιατί πρέπει. Λοιπόν, ακούστε». Άλλη μια παύση, σαν να παίρνει θέση σε μια φανταστική γραμμή εκκίνησης, προτού αρχίσει να μιλάει, γρήγορα, χωρίς διακοπή για να πάρει ανάσα.
«Πρώτα μπαίνουμε στο Μπούχενβαλντ, ήταν το πρώτο στρατόπεδο θανάτου στο οποίο βρέθηκα. Οι Γερμανοί προσπαθούν να το σκάσουν κι ο αμερικανικός στρατός τους καταδιώκει. Οι κρατούμενοι, όσοι είναι ακόμη σε θέση να κινηθούν, τρέχουν γύρω γύρω παλεύοντας να αρπάξουν κάποιον άνθρωπο, οποιονδήποτε. Κορμιά κείτονται στη γη. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι ζωντανοί ή νεκροί. Τα μάτια τους εκλιπαρούν για βοήθεια. Μπροστά από τα κρεματόρια στοιβαγμένα σκελετωμένα πτώματα. Ανθρώπινα πλάσματα που περιμένουν τη σειρά τους για να καούν, λες και είναι κάρβουνα. Χάος, απόλυτο χάος. Αρουραίοι παντού. Διάρροια, δυσεντερία, εξαθλίωση». Η δουλειά του, συνεχίζει, ήταν να μπει στο στρατόπεδο, να συγκεντρώσει τα τεκμήρια των εγκλημάτων και να εξαφανιστεί. «Να φύγω από εκεί μέσα όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Για να πάω στο επόμενο στρατόπεδο», λέει.
Δεκαετίες μετά, στα 98 του χρόνια, δεν μπορεί να βγάλει από τη μνήμη του σώματός του την μυρωδιά της καμένης ανθρώπινης σάρκας. «Το έχω πει ξανά, αλλά δεν υπάρχουν άλλα λόγια για να το περιγράψω. Κοίταξα την Κόλαση». Υπάρχει μια σκηνή της οποίας έγινε μάρτυρας, που εξακολουθεί σήμερα ακόμη να τον στοιχειώνει. Φτάνοντας στο στρατόπεδο που είχε απελευθερωθεί από τον αμερικανικό στρατό, είδε κρατούμενους, αποστεωμένους, να κυνηγάνε έναν φρουρό. Τον άρπαξαν και τον έβαλαν ζωντανό στο κρεματόριο. Τον έκαψαν ζωντανό. Ο νεαρός άνδρας δεν επιχείρησε να τους σταματήσει. Είχε κοκαλώσει. «Δεν θα μπορούσα και να τους έχω σταματήσει», λέει. «Σας εξηγώ, πρέπει να το καταλάβετε, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι κάνει ο πόλεμος στον άνθρωπο».
«Θα σας πω, όμως, μια άλλη ιστορία. Δεν θυμάμαι πια αν συνέβη στο Μπούχενβαλντ ή στο Μάουτχαουζεν», ξεκινάει ο Φερένζ την εξιστόρηση, εξηγώντας μου ότι μόλις έμπαινε στο στρατόπεδο, πήγαινε κατευθείαν στο γραφείο της διοίκησης, όπου βρίσκονταν τα αρχεία. Από έξω τοποθετούσε στρατιώτες, ώστε να μην μπορεί κανείς να μπει ή να βγει χωρίς την άδειά του. Μόλις έφτασε στο ένα από τα δυο στρατόπεδα, ήταν εκεί ένας κρατούμενος, που εργαζόταν στο γραφείο. «Σας περίμενα» είπε ο άνδρας στον Φέρενζ μόλις τον είδε. Κι έπειτα τον οδήγησε σε ένα σημείο, κοντά στα ηλεκτροφόρα σύρματα μέσα στα οποία ήταν κλεισμένο το στρατόπεδο. «Εκεί σκάψαμε και ξεθάψαμε ένα κουτί. Και μέσα στο κουτί υπήρχαν κάρτες με ονόματα και τις φωτογραφίες, φανταστείτε τα κάπως σαν διαβατήρια. Ήταν τα στοιχεία όλων των αξιωματικών που είχαν περάσει από το στρατόπεδο».
«Τα σκαλοπάτια του Θανάτου»: Οι κρατούμενοι στο Μάουτχαουζεν υποχρεώνοντας να κουβαλήσουν ένα κομμάτι γρανίτη 186 σκαλιά προς την κορυφή του λατομείου. Δεξιά, Γερμανοί αξιωματικοί στα Σκαλιά του Θανάτου. [Bundesarchiv]
Ο κρατούμενος είχε πάρει διαταγή να καταστρέφει τις κάρτες μετά την αποχώρησή τους, αλλά είχε παρακούσει. «Τις φύλαξε. Και κάθε φορά που φύλαγε μια κάρτα, έθετε τη ζωή του σε κίνδυνο. Και όταν μου τις παρέδωσε, γνώριζε ότι μου παρέδιδε τεκμήρια ανεκτίμητης αξίας, γιατί τώρα εγώ ήμουν σε θέση να τοποθετήσω συγκεκριμένα πρόσωπα στον χώρο και τον χρόνο. Είχα μέχρι και φωτογραφίες. Ήξερα ποιος έμπαινε και έβγαινε και τι ώρα συνέβαινε αυτό», λέει ο Φερένζ και στη φωνή του είναι φανερή η ικανοποίηση, σαν να ήταν μόλις χθες που πήρε στα χέρια του αυτό το πολύτιμο αρχείο. «Αλλά το πιο σημαντικό, όταν το σκεφτόμουν αργότερα, ήταν το γεγονός ότι μέσα σε αυτήν την κόλαση, εκείνος ο άνδρας είχε διατηρήσει την ελπίδα του ότι θα ερχόταν η μέρα που οι ένοχοι θα λογοδοτούσαν. Με αυτήν την ελπίδα φύλαξε τα τεκμήρια».
Την ίδια περίοδο, ο νεαρός νομικός είχε αναλάβει να διεξάγει ανακρίσεις σε περιπτώσεις που υπήρχαν βάσιμες υποψίες πως οι ναζί είχαν δολοφονήσει Αμερικανούς πιλότους. Είναι γνωστό, έχει επανειλημμένα γραφτεί, ότι ο Φερένζ χρησιμοποιούσε μια καθόλου πρωτότυπη ανακριτική μέθοδο. Μάζευε τους ντόπιους εκεί που είχε καταρριφθεί το αεροπλάνο κι είχε δολοφονηθεί ο πιλότος και τους απειλούσε ότι αν δεν του αποκάλυπταν όσα γνώριζαν θα τους πυροβολούσε. Δεν είναι αυτό ακριβώς που περιμένει κανείς από έναν νομικό. «Τους έλεγα γράψτε σε ένα χαρτί ό,τι γνωρίζετε. Αν πείτε ψέματα, θα σας σκοτώσω. Και τι θέλατε να κάνω; Να τους παρακαλέσω να με βοηθήσουν;» σχολιάζει.
«Κοιτάξτε, είμαστε κοντά στο τέλος του πολέμου κι έχω απέναντί μου καμιά 50αριά Γερμανούς. Κάποιοι έχουν ξυλοκοπήσει έως θανάτου έναν Aμερικανό πιλότο. Να τους καλοπιάσω; Θα είχε αποτέλεσμα, λέτε; Εγώ έπρεπε να μάθω τι έγινε. Τους σκότωσα; Δεν τους σκότωσα. Ούτε θα τους σκότωνα, προφανώς. Αλλά ναι, τους απείλησα. Αυτό έκρινα ότι έπρεπε να κάνω», υπερασπίζεται την απόφασή του ο 98χρονος άνδρας.
Ο Φερένζ θα ολοκληρώσει την αποστολή του και θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη μία ημέρα μετά τα Χριστούγεννα του 1945. Το σχέδιό του ήταν να ασκήσει τη δικηγορία. «Αλλά πού να βρω πελάτες; Αφού έλειπα, δεν με ήξερε κανείς. Είχα δουλέψει στα στρατόπεδα του θανάτου στην Ευρώπη. Ε, και; Στη Νέα Υόρκη, για να βρω δουλειά σε δικηγορικό γραφείο, αυτό δεν είχε καμία αξία», εξηγεί. Είχε, όμως, για το αμερικανικό Πεντάγωνο. «Μια ημέρα παίρνω ένα τηλεγράφημα που λέει “Please sir” – κανείς δεν με είχε έως τότε αποκαλέσει sir – “περάστε από το γραφείο μας”. Και πήγα, βεβαίως. Εκεί μου λένε ότι σχεδιάζουν δίκες εναντίον των ναζί και θέλουν από εμένα να επιστρέψω στην Ευρώπη». Το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο, άλλωστε, είχε ήδη συσταθεί. Οι Δίκες της Νυρεμβέργης είχαν αρχίσει. Ο Χέρμαν Γκέριγκ κάθισε στο εδώλιο τον Νοέμβριο του 1945.
Αλλά μετά το τέλος της δίκης του Γκέριγκ, ο αμερικανικός στρατός είχε σκοπό να οδηγήσει στη Δικαιοσύνη μια σειρά από ηγετικές μορφές του ναζιστικού καθεστώτος, «γιατρούς, νομικούς, στρατηγούς, βιομηχάνους». Και αυτό που ήθελαν από τον νεαρό δικηγόρο ήταν να ηγηθεί μιας ομάδας από ερευνητές που θα συνέλεγαν στοιχεία για αυτές τις δίκες. «Πίσω στην Γερμανία, λοιπόν. Διάλεξα τους συνεργάτες μου και αρχίσαμε τη δουλειά. Η έδρα μας ήταν στο Βερολίνο. Ανάμεσα στα έγγραφα που συγκεντρώνουμε παρατηρούμε κάτι αναφορές από το Ανατολικό Μέτωπο. Εκεί καταγράφονται με λεπτομέρειες οι ενέργειες των Einsatzgruppen».
Ο Φερένζ και οι συνεργάτες του είχαν πέσει πάνω στα τεκμήρια της δολοφονικής δράσης των ταγμάτων θανάτου των SS. «Είχαμε μπροστά μας όλες τις αποδείξεις ότι τα Einsatzgruppen είχαν αποστολή να δολοφονούν, χωρίς έλεος ή δεύτερη σκέψη, όλους τους Εβραίους, Ρομά, ανθρώπους με αναπηρίες, κομμουνιστές, διανοούμενους, ομοφυλόφιλους. Και είχαν πράγματι δολοφονήσει πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά». Η φωνή του Φερένζ είναι γεμάτη ένταση, πάλι. «Κι εγώ είχα τις αποδείξεις στα χέρια μου».
Με αυτά τα στοιχεία, ο Μπεν Φερένζ πηγαίνει από το Βερολίνο στη Νυρεμβέργη και ζητάει να μιλήσει με τον επικεφαλής εισαγγελέα του αμερικανικού στρατιωτικού δικαστηρίου, τον στρατηγό Τέλφορντ Τέιλορ. «Του λέω, κοιτάξτε τι έχω εδώ, πρέπει να κάνουμε άλλη μια δίκη». Ο Τέιλορ του απαντάει ότι δεν υπάρχουν ούτε χρήματα, ούτε διαθέσιμο προσωπικό για άλλη μια δίκη. Μόνο μια λύση υπήρχε. Ήταν πρόθυμος να αναλάβει ο ίδιος ο Φερένζ την υπόθεση, συμπληρωματικά με την ερευνητική δουλειά που έκανε; «Βεβαίως, του λέω. Θα το κάνω». Κι έτσι ο 27χρονος Νεοϋορκέζος έγινε ο εισαγγελέας στη Δίκη των Ταγμάτων Θανάτου των SS, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1947. Αυτή που το Associated Press επρόκειτο να χαρακτηρίσει την μεγαλύτερη δίκη στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Για τον Μπεν Φερένζ, αυτή ήταν η πρώτη δίκη που αναλάμβανε. Τον ρωτάω αν αισθανόταν την πίεση από τις προσδοκίες της παγκόσμιας κοινότητας. Ήταν πολύ απασχολημένος και αποφασισμένος, μου απαντάει. Δεν είχε χρόνο να νιώσει οτιδήποτε άλλο, πέρα από την βεβαιότητα ότι θα πετύχαινε την καταδίκη τους. «Αλλά, κοιτάξτε, μιλάμε για 3.000 άνδρες. Δεν μπορούσα να δικάσω 3.000 άνδρες, είχαμε μόλις 22 θέσεις», λέει. Έτσι ο Φερένζ διάλεξε τους 22 αξιωματικούς που θα λογοδοτούσαν για λογαριασμό όλων. Πώς επέλεξε τους 22; «Ξεχώρισα άνδρες που ήταν ψηλά στην ιεραρχία και είχαν υψηλή μόρφωση. Και τους κατηγόρησα για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», διηγείται και καταλαβαίνω ότι ακόμη θυμώνει με όσα είχε ανακαλύψει εκείνο τον καιρό για τις μαζικές δολοφονίες που εκείνοι οι άνδρες είχαν φέρει σε πέρας κατ’ εντολή του καθεστώτος.
«Στόχος μας δεν είναι η εκδίκηση, ούτε ζητάμε απλώς μια δίκαιη τιμωρία. Ζητάμε από το δικαστήριο να επιβεβαιώσει με μια διεθνή ποινική πράξη το δικαίωμα του ανθρώπου να ζει με ειρήνη και αξιοπρέπεια, άσχετα από τη φυλή ή τη θρησκεία του. Η υπόθεσή μας είναι μια έκκληση της ανθρωπότητας στον Νόμο». Η ιστορική ομιλία του Φερένζ στη Νυρεμβέργη, 1947.
Τι είπαν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους; «Α, απολύτως τίποτε. Τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν συγκλονιστικά, ήταν ακλόνητα. Μια ερώτηση τους έγινε. Δηλώνετε αθώος ή ένοχος; Και δήλωσαν όλοι ότι είναι αθώοι! Προφανώς όλοι καταδικάστηκαν. Οι δεκατρείς καταδικάστηκαν σε θάνατο», λέει ο Φερένζ, ο οποίος ωστόσο δεν είχε ζητήσει τη θανατική καταδίκη. Γιατί όχι; «Ούτε την είχα ζητήσει, ούτε ένιωσα κάποια μεγαλύτερη ικανοποίηση επειδή ορισμένοι οδηγήθηκαν στην κρεμάλα, όχι». «Γιατί;». «Τι γιατί; Έχεις 3.000 μαζικούς δολοφόνους και μπορείς να δικάσεις μόνο τους 22 από αυτούς. Αρκεί αυτό για να πούμε ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη; Και πώς δικαιώθηκαν τα θύματα, εκείνο το ένα εκατομμύριο των ανθρώπων, επειδή εκτελέστηκαν δεκατρείς ένοχοι; Όχι, δεν είναι αυτός ο θρίαμβος της δικαιοσύνης», λέει ο 98χρονος νομικός, ο οποίος αφηγείται πως μετά τη Νυρεμβέργη, αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για τη δημιουργία ενός διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, που θα εκδίκαζε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Το 1998, όταν η Διπλωματική Διάσκεψη των Πληρεξουσίων των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε το Καταστατικό της Ρώμης για την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ο Μπεν Φερένζ είχε θεωρήσει ότι η διεθνής κοινότητα έκανε ένα τεράστιο βήμα. Μιλώντας τότε στα Ηνωμένα Έθνη, είχε χαρακτηρίσει το Καταστατικό της Ρώμης τον χαμένο κρίκο για την διεθνή παγκόσμια τάξη. «Η σύσταση ενός Διεθνούς Δικαστηρίου είναι πια κάτι που θα υλοποιήσουμε». Το 2002, το Καταστατικό της Ρώμης θα κυρωθεί και την 1η Ιουλίου ιδρύεται το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Η στάση των ΗΠΑ απέναντι στο ΔΠΔ είναι μια μόνιμη πηγή απογοήτευσης για τον εισαγγελέα της Δίκης της Νυρεμβέργης. Ενώ ο Μπιλ Κλίντον το 2000 είχε υπογράψει το Καταστατικό της Ρώμης, δεν το υπέβαλε προς επικύρωση στην Γερουσία. Και το 2002, ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Μπους αρνήθηκε να επικυρώσει το Καταστατικό.
Πρόσφατα, ο Μπεν Φερένζ εκφράστηκε με μεγάλη οργή για την πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ ενάντια στην παράτυπη μετανάστευση, που έχει αποτέλεσμα να απομακρύνονται βίαια τα παιδιά από τους γονείς τους. «Πρόκειται για έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, ναι, το έχω πει και επιμένω σε αυτό», μου λέει όταν του θυμίζω τη δήλωσή του. «Κοιτάξτε όλες τις διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Να σας θυμίσω ότι κανείς δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται σε βασανιστήρια, ή μεταχείριση απάνθρωπη και ταπεινωτική. Λοιπόν πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις την τακτική Αμερικανών στρατιωτών που αποσπούν μωρά από τους γονείς τους, επειδή δεν πέρασαν νόμιμα τα σύνορα; Προφανώς παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα των παιδιών αυτών», συνεχίζει, προσθέτοντας ότι παρόλα τα προβλήματα, όσο και αν ο ίδιος βρίσκει αποκρουστική την πολιτική του σημερινού προέδρου, η Αμερική παραμένει μια μεγάλη και αληθινή δημοκρατία.
Κάποια στιγμή αποτολμώ μια ερώτηση, άσχετη με όσα έχουμε συζητήσει έως τώρα. Αλλά με τρώει η περιέργεια. Ισχύει ότι στη διάρκεια του πολέμου είχε συστηθεί, με έναν μάλλον ανορθόδοξο τρόπο, στην Μάρλεν Ντίτριχ; Ο 98χρονος Νεοϋορκέζος βάζει τα γέλια. «Λοιπόν, είστε όλοι σας απίστευτοι. Άκου εκεί. Δεν υπάρχει δημοσιογράφος, που να μην με έχει ρωτήσει για την Μάρλεν Ντίτριχ», λέει και του απαντάω πως δεν εκπλήσσομαι. «Αλλά να ήταν μόνο οι δημοσιογράφοι, θα έλεγα εντάξει», συνεχίζει ενώ ακόμη γελάει. «Πριν μερικά χρόνια είχαν έρθει κάτι ερευνητές από το Χάρβαρντ στο σπίτι για να συνεργαστούμε. Και ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που ήθελαν να τους πω; Πώς είχα πετύχει γυμνή την Μάρλεν Ντίτριχ». Θα μου πει, όμως, για την Ντίτριχ, διότι το επεισόδιο εξακολουθεί να τον διασκεδάζει.
«Συνέβη σε έναν στρατώνα κοντά στο Μόναχο. Μια μέρα μας ανακοίνωσαν ότι επίκειται επίσκεψη της Μάρλεν Ντίτριχ. Ξέρετε, θα ερχόταν να ψυχαγωγήσει το στράτευμα. Δεν είχε καμιά σπουδαία φωνή, εδώ που τα λέμε, αλλά ήταν βέβαια αφάνταστα γοητευτική. Επειδή υπέθεσαν ότι η κ. Ντίτριχ θα ήθελε να κάνει ένα μπάνιο πριν βγει στη σκηνή, αποφασίστηκε ότι θα είχε στη διάθεσή της ένα δωμάτιο με μπανιέρα κι έναν ολόκληρο όροφο ελεύθερο. Σε εμένα, στο μεταξύ, αναγνωρίζοντας τις δεξιότητες που είχα αποκτήσει στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, εκτός από καθήκοντα γραφείου, μου είχαν αναθέσει να κρατάω καθαρές τις τουαλέτες. Έτυχε λοιπόν να είμαι εγώ εκείνος που ανέλαβε να στέκεται έξω από την πόρτα, όσο μέσα η κ. Ντίτριχ έπαιρνε το μπάνιο της», αφηγείται.
Μετά από εύλογο χρονικό διάστημα, μου λέει, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Για να βρεθεί αντιμέτωπος με την Μάρλεν Ντίτριχ, γυμνή. «Στην μπανιέρα, χωρίς αφρούς από τις σαπουνάδες», διευκρινίζει. Αιφνιδιασμένος, κάνει πίσω και ψελλίζει «Oh, pardon me sir». «Λίγο αργότερα, όταν βγήκε, της ζήτησα συγνώμη, είπα ότι δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν ακόμη στο μπάνιο. Η Ντίτριχ παρατήρησε ότι θα γινόμουν καλός διπλωμάτης. “Μα να με αποκαλέσεις sir;” μου είπε και γελούσε». Η ηθοποιός βρήκε τόσο συμπαθητικό τον νεαρό στρατιώτη, που τον κάλεσε να την συνοδεύσει στο γεύμα της με τον στρατηγό Πάτον. Αλλά ο Φερένζ της εξήγησε ότι ο στρατηγός δεν θα ενέκρινε την παρουσία του. «Θα πούμε ότι γνωριζόμαστε από παλιά, ότι υπήρξαμε γείτονες» του λέει. Ο νεαρός συμφωνεί. «Κι αν ρωτήσουν πού ήμασταν γείτονες, πείτε τους στην Ευρώπη», της λέει. Οι δυο τους πηγαίνουν πράγματι παρέα στο γεύμα, σε ένα τραπέζι στρωμένο για δέκα άτομα. «Κι εμφανίζεται τότε ο στρατηγός Πάτον, παίρνει αγκαζέ την Ντίτριχ κι εξαφανίζονται όσο οι υπόλοιποι στεκόμαστε προσοχή», ολοκληρώνει την αφήγηση.
Αφού είχε ολοκληρώσει την αποστολή του και στην Νυρεμβέργη, κι ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, τα σχέδια ανατρέπονται για άλλη μια φορά. «Ήταν μαζί μου και η Γερτρούδη, είχαμε παντρευτεί αμέσως μετά τον πόλεμο και πριν ξαναφύγω για την Γερμανία», λέει. «Τελικά γυρίσαμε στην Αμερική δέκα χρόνια αργότερα, έχοντας κάνει στο μεταξύ τέσσερα παιδιά». Ο Φερένζ παρέμεινε στην Νυρεμβέργη έπειτα από αίτημα μιας ομάδας από γνωστές εβραϊκές οργανώσεις, προκειμένου να ασχοληθεί με την υπόθεση των πολεμικών αποζημιώσεων. «Καταλαβαίνετε ότι εδώ είχαμε ένα πολύ σοβαρό θέμα, καθώς εκατομμύρια δικαιούχοι ήταν νεκροί. Τι θα γινόταν με τις περιουσίες τους; Δεν έπρεπε να τις καρπωθούν οι δολοφόνοι τους».
Έτσι ο Φερένζ ανέλαβε να στήσει ένα ίδρυμα που θα διεκδικούσε και θα διαχειριζόταν τις περιουσίες για τις οποίες δεν υπήρχαν εν ζωή δικαιούχοι. «Αφού πρώτα έφτιαξα τους μηχανισμούς για να αποζημιωθούν οι επιζώντες, έκανα το επόμενο βήμα. Πρώτα δικάζεις τους ενόχους, έπειτα αποζημιώνεις τα θύματα και στη συνέχεια κάνεις ό,τι μπορείς για να μην επαναληφθεί το έγκλημα. Έκανα και τα τρία βήματα, όσο καλύτερα επέτρεπαν οι δυνάμεις μου».
Τα χρόνια μετά τον πόλεμο, όσο ο Μπεν Φερένζ και η οικογένειά του ζούσαν στην Νυρεμβέργη, η γερμανική κοινωνία δεν είχε ακόμη επιχειρήσει να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Η αποναζιστικοποίηση θα αργούσε τουλάχιστον μια δεκαετία. Τι σήμαινε αυτό για έναν Αμερικανοεβραίο, γεννημένο στην Ευρώπη; Πώς ένιωθε ζώντας ανάμεσα σε ανθρώπους που γνώριζε ότι λίγα χρόνια νωρίτερα θα είχαν στείλει τον ίδιο και τους αγαπημένους του στα στρατόπεδα του θανάτου; «Όλα εκείνα τα χρόνια, κανείς ποτέ δεν με πλησίασε για να πει μια συγγνώμη. Ούτε ένας. Ούτε μια φορά. Είχα απογοητευθεί πολύ από τους ανθρώπους», θυμάται.
Πολλά χρόνια αργότερα η γερμανική κυβέρνηση τον ενημέρωσε ότι ήθελαν να του απονείμουν την ανώτατη τιμητική διάκριση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ο Φερένζ το συζήτησε τότε με εκπροσώπους εβραϊκών οργανώσεων. «Οι περισσότεροι μου έλεγαν, “τρελός είσαι; Θα δεχτείς να σε βραβεύσουν οι άνθρωποι που δολοφόνησαν τους γονείς μας; Δεν ντρέπεσαι καθόλου;”. Λοιπόν, εγώ το σκέφτηκα αρκετά και είπα ότι κατανοώ μεν την οπτική τους, αλλά αυτοί που θέλουν να μου απονείμουν μετάλλιο δεν είναι τα ίδια πρόσωπα που δολοφόνησαν τους γονείς σας. Δεν βαρύνονται οι ίδιοι με τα εγκλήματα των πατεράδων και των παππούδων τους. Και αν αυτοί τώρα θέλουν να τιμήσουν εμένα – εμένα που καταδίκασα τους πατεράδες τους για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας – ε, τότε, εγώ θα δεχτώ την συγγνώμη τους».
Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, τον ρωτάω αν εκτιμά ότι έχουμε κάτι διδαχτεί από τις Δίκες της Νυρεμβέργης. «Θα σας πω τι διδάχτηκα εγώ από την εμπειρία μου στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην αίθουσα του δικαστηρίου στη Νυρεμβέργης. Κι ελπίζω να το πάρετε σοβαρά υπόψη σας. Μόνο ο σεβασμός προς το διεθνές δίκαιο μπορεί να μας προστατεύσει από τους εαυτούς μας. Κοιτάξτε, είναι φοβερό, σκεφτόμαστε πάντα με όρους του Μεσαίωνα. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να πάνε να σκοτωθούν, να σκοτώσουν αγνώστους, σε τόπους για τους οποίους συχνά δεν έχουν ιδέα, επειδή οι ηγέτες τους τούς έπεισαν ότι είναι εχθροί τους. Γιατί; Βασικά τρία είναι τα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να σκοτώσουν: η θρησκεία, το έθνος και ο πλούτος», συνεχίζει ακάθεκτος ο Φερένζ, «πρέπει να το καταλάβετε εσείς, η γενιά σας, γιατί εγώ το ξέρω καλά. Κι είμαι κι 98 ετών, έτσι; Δεν ανησυχώ για μένα. Λοιπόν, ακόμη και μια κακή δικαστική απόφαση είναι προτιμότερη από τον πόλεμο».

Έχει εργαστεί στον Ταχυδρόμο, τον Ελεύθερο Τύπο, την Ελευθεροτυπία και το Marie Claire. Ήταν European Journalism Fellow στο Βερολίνο. Το βιβλίο της «Ο τραγουδιστής του Αουσβιτς. Εστρόγκο Ναχάμα, Θεσσαλονίκη 1918 - Βερολίνο 2000» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καπόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου