Επί έξι μήνες ο άντρας μου με απατούσε με τον Χανς Κάστορπ. Διάβασε το Μαγικό Βουνό δύο φορές, τη μία μετά την άλλη, όπως συνιστά ο Τόμας Μαν. Κάθε βράδυ στο κρεβάτι ξεφυσούσε και αναστέναζε: «Αχ, Χανς, τα έχεις πει όλα». Ξύπνησε μέσα μου η επιθυμία να μάθω περισσότερα για τον ανταγωνιστή μου. Έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου σίγουρη πως το είχα διαβάσει νεότερη. Προφανώς επρόκειτο για πασάλειμμα. Το ίδιο είχε συμβεί και με τον Θάνατο στη Βενετία – τη δεύτερη φορά που διάβασα τη νουβέλα αποδείχτηκε άλλο βιβλίο. Άρχισα λοιπόν το Μαγικό Βουνό με προκαταλήψεις και αίσθημα ανταγωνισμού. Πώς ανταγωνίζεσαι όμως τον Τόμας Μαν; Πώς τα βάζεις με ένα Μαγικό Βουνό; Το βιβλίο με συνέτριψε. Ήταν σαν να χτυπιόμουν σε πραγματικούς βράχους. Αυτή είναι η ιστορία της συντριβής μου, η οποία –όπως κάθε συντριβή– ολοκληρώνεται με συμφιλίωση.
Από μαθήτρια Δημοτικού είχα βρει στη λογοτεχνία ένα ισχυρό παυσίπονο απέναντι σε αυτό που ονομάζουμε ζωή, υπαρξιακό δράμα. Σήμερα ξέρω ότι αν δεν είχα ανακαλύψει τη λογοτεχνία θα ήμουν μανιοκαταθλιπτική, κλινικά άρρωστη. Ο λόγος που διδάσκω λογοτεχνία είναι για να προσφέρω στους άλλους αυτή την εναλλακτική θεραπεία που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στα μεγάλα κείμενα, όπως το μεδούλι στα κόκκαλα.
Θα σας μιλήσω λοιπόν για το μεδούλι που ανακάλυψα στα κόκκαλα του Μαγικού Βουνού. Για να το κάνω αυτό, θα μιλήσω προσωπικά, θα μιλήσω για συμπτώσεις, για κομβικά σημεία όπου η ζωή μου συναντήθηκε με τη ζωή του Χανς Κάστορπ. Ο Χανς, αυτός ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο, ξεκινάει να επισκεφτεί τον ξάδερφό του Γιόαχιμ, «εκεί πάνω», στο σανατόριο. «Εκεί πάνω» και «εκεί κάτω» είναι δυο τοπικοί προσδιορισμοί που διατρέχουν το βιβλίο διαχωρίζοντας την υγεία, την καθημερινότητα, τη ρουτίνα της ζωής («εκεί κάτω»), από την ασθένεια, την εξαίρεση, τη ρουτίνα του θανάτου («εκεί πάνω»).
Μακριά από τον λήθαργο της καθημερινής ζωής, που συχνά τη σπρώχνουμε για να περνάει, ο Χανς συναντάει «εκεί πάνω» τον εαυτό του και την κοινωνία του επειδή, όπως μας λέει ο Τόμας Μαν, «ο άνθρωπος δεν ζει μόνο την προσωπική του ζωή ως άτομο αλλά συνειδητά ή ασυνείδητα και τη ζωή της εποχής του και των συγχρόνων του».
Ο Χανς συναντάει «εκεί πάνω» αξιομνημόνευτους χαρακτήρες. Δασκάλους του διαφωτισμού όπως τον Σεττεμπρίνι και του μυστικισμού όπως τον Νάφτα, γιατρούς και ασθενείς, αλλά και το φάντασμα του έρωτα όπως εμφανίστηκε στο παρελθόν του στο πρόσωπο του συμμαθητή του Χίππε και όπως φανερώνεται στο παρόν του στο πρόσωπο της Κλάβντια Σοσά. Μακριά από τον λήθαργο της καθημερινής ζωής, που συχνά τη σπρώχνουμε για να περνάει, ο Χανς συναντάει «εκεί πάνω» τον εαυτό του και την κοινωνία του επειδή, όπως μας λέει ο Τόμας Μαν, «ο άνθρωπος δεν ζει μόνο την προσωπική του ζωή ως άτομο αλλά συνειδητά ή ασυνείδητα και τη ζωή της εποχής του και των συγχρόνων του». Και παρά την «απλοϊκή του προσωπικότητα» όπως αρέσκεται να επαναλαμβάνει ο συγγραφέας, ο Χανς Κάστορπ ξεπερνάει τον εαυτό του όταν βρεθεί στα υψίπεδα: διαβάζει με πάθος, συζητάει, διαφωνεί, κυριολεκτικά αρρωσταίνει από την πολλή σκέψη. Και αρρωσταίνει επιτυχώς, αρρωσταίνει τόσο καλά ώστε καταφέρνει να μείνει στο Μαγικό Βουνό για επτά ολόκληρα χρόνια.
Τόσα χρόνια μείναμε κι εμείς οικογενειακώς στη Γερμανία. Το Βερολίνο ήταν το αντίθετο του Μαγικού Βουνού. Επίπεδη γη, ούτε ένα μικρό ύψωμα, μια απόπειρα ανύψωσης – ήμασταν περικυκλωμένοι όχι από τον αέρα των βουνών αλλά από τον αέρα της εφιαλτικής ευρωπαϊκής ιστορίας. Αυτό ήταν ένα ακόμη κοινό στοιχείο με τον Χανς, ένα στοιχείο που με βοήθησε να καταλάβω την εμμονή του άντρα μου με αυτόν τον παράξενο ρομαντικό ήρωα. Η αγκύλωση. Η ανακούφιση που μας παρέχει ο τοπικός αποκλεισμός και η ατμόσφαιρα σανατορίου. Ο Χανς, σκέφτηκα, προσπαθούσε να ανδρωθεί εκείνα τα επτά χρόνια, όπως εμείς προσπαθούσαμε να ενηλικιωθούμε στο Βερολίνο. Νέοι γονείς ενός κοριτσιού 14 μηνών ρίξαμε άγκυρα σ’ έναν άγνωστο τόπο αναζητώντας ζωτικές λύσεις. Όπως ο Χανς αναρωτιόταν μπροστά στα πολυκυτταρικά μορφώματα του οργανισμού, είναι «αποικίες μεμονωμένων ατόμων ή ενιαία έμβια όντα;», έτσι ταλαντευόμασταν ανάμεσα στο Εγώ και στο Εμείς, παρατηρώντας μ’ ένα παρόμοιο μικροσκόπιο το πολυκυτταρικό μόρφωμα της πυρηνικής μας οικογένειας. Το Βερολίνο ήταν το Μαγικό Βουνό μας.
Η πρόθεση και το αποτέλεσμα, τα ευγενή και αγενή ψέμματα της λογοτεχνίας, η ευπιστία του αναγνώστη, όλα τα ηθικά ζητήματα της συγγραφικής και της αναγνωστικής πράξης φωτίστηκαν για μένα διαβάζοντας τη θρασύτατη δήλωση «δεν κάνουμε μυθοπλασίες».
Θα μου πείτε, τι σας αφορά εσάς αυτό; Γιατί επιμένω να συγκρίνω τη ζωή μου με τη ζωή του Χανς Κάστορπ; Επειδή στο Μαγικό Βουνό βρήκα τα κλειδιά του είδους που ονομάζουμε auto-fiction, τα κλειδιά της μέθεξης ζωής και μυθοπλασίας. Στο Μαγικό Βουνό οφείλω κατά μεγάλο μέρος το γράψιμο του μυθιστορήματός μου Μπαρόκ. Εξηγούμαι: Όταν ο Τόμας Μαν γράφει «Και όμως δεν κάνουμε μυθοπλασίες αλλά μένουμε πιστά προσκολλημένοι στο προσωπικό βίωμα του απλοϊκού μας ήρωα», κάνει ακριβώς αυτό που αρνείται ότι κάνει: μυθοπλασίες. Η πρόθεση και το αποτέλεσμα, τα ευγενή και αγενή ψέμματα της λογοτεχνίας, η ευπιστία του αναγνώστη, όλα τα ηθικά ζητήματα της συγγραφικής και της αναγνωστικής πράξης φωτίστηκαν για μένα διαβάζοντας τη θρασύτατη δήλωση «δεν κάνουμε μυθοπλασίες». Αν κάνουμε μυθοπλασίες λέγοντας ότι δεν κάνουμε μυθοπλασίες, τότε γιατί να μη γράφουμε αυτοβιογραφικά κείμενα λέγοντας ότι δεν γράφουμε αυτοβιογραφικά κείμενα; Ποιος ορίζει τελικά τι είναι και τι δεν είναι εμπειρία;
Κράτησα αυτή την ανακουφιστική υποσημείωση το 2017 και διάβασα τοΜαγικό Βουνό κι εγώ για δεύτερη συναπτή φορά, ως αλφαβητάριο της ζωής μου. Στη φράση «Να τοι και οι Διόσκουροί μας! Ο Κάστορπ και ο Πολυδεύκης» αναγνώρισα τον πραγματικό μου ξάδερφο, τον Γιώργο, ο οποίος πέθανε σαν τον Γιόαχιμ, στα 40 του, και πήγε «εκεί πάνω». Ήξερα πια τι έπρεπε να κάνω: έκρυψα το Μαγικό Βουνό μέσα στο βιβλίο μου γράφοντας ότι ο ξάδερφός μου κι εγώ δήθεν αγαπούσαμε αυτό το μυθιστόρημα και αποκαλούσαμε αλλήλους Χανς και Γιόαχιμ. Ήταν –για μένα τουλάχιστον– ένα ωραίο μυθοπλαστικό ψέμα. Ωραίο ψέμα, αν χρειάζεται ορισμός, είναι αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε ότι διορθώνουμε τη ζωή μας και ότι την επινοούμε ξανά.
Ο Τόμας Μαν (φωτογραφία © Fred Stein, 1943) |
Ύστερα το Μαγικό Βουνό με οδήγησε από μόνο του σε δεκάδες άλλους συσχετισμούς, όπως συμβαίνει πάντα όταν εμπιστευόμαστε ένα βιβλίο τυφλά, όταν ανοιγόμαστε σε αυτό με τον νου και την καρδιά. Για τη συγγραφική ζωή βρήκα στο βιβλίο του Τόμας Μαν και ενσωμάτωσα στο Μπαρόκ μια φράση που ταίριαζε γάντι στους νεαρούς συγγραφείς: «Αποκτά κανείς γρήγορα μια δεξιότητα όταν αισθάνεται την ανάγκη της μέσα του;». Με άλλα λόγια, γίνεται κάποιος συγγραφέας από ανάγκη – που είναι η ύψιστη εκδήλωση της επιθυμίας;
Και θαύμασα βαθιά τον Τόμας Μαν, τον θαύμασα όπως θαυμάζεις έναν πατέρα με τον οποίο δεν μπορείς να αναμετρηθείς, επειδή σε αυτή την υπνωτιστική ερωτική εξομολόγηση κατάφερε να βάλει σχεδόν τα πάντα.
Αυτό που έκανα όταν κανείς δεν με κοίταζε ήταν να χρησιμοποιώ τη ζωή του Κάστορπ ως πατρόν για τη δική μου ζωή. Να ζω δια του Χανς. Την ασθένεια του σώματος την έζησα ως «ανάρμοστο υπερτονισμό της σωματικότητας», όπως διατάζει ο Χανς. Τον τρόμο της οικονομικής καταστροφής τον έζησα με την αποστασιοποίηση του λατινικού «sine pecunia» που επαναλαμβάνει ο Χανς όταν κρατάει τεφτέρι των ταπεινών του εξόδων. Την αποχή από τα κοινά την πέρασα χάρη στη φράση «δεν υπάρχει τίποτα πιο έξυπνο από το να ζήσει κανείς ένα διάστημα σαν να είχε μια ελαφριά tuberculosis pulmonum». Στον επαναστάτη και αριστοκράτη Νάφτα βρήκα το πρώιμο πορτρέτο του άντρα μου. Στην ταυτοφωνία του Ρανταμές και της Αίντας στον τάφο –έτσι όπως την περιγράφει ο Χανς σε μια από τις πιο ευφυείς μουσικές κριτικές που γράφτηκαν ποτέ– βρήκα τον προαιώνιο φόβο του ζευγαριού ότι μια μέρα θα τους καταπιεί το σκοτάδι. Στην ερωτική εξομολόγηση του Χανς στη Μαντάμ Σοσά, στην ευφυή του σύλληψη να γράψει αυτές τις σελίδες στα γαλλικά, βρήκα όλο το ρομαντισμό της νεανικής μου ζωής – το πάθος ως μια ξένη γλώσσα. Μια γλώσσα που μιλάνε μόνο οι εραστές, χαρούμενοι σαν παιδιά που κανείς δεν τους καταλαβαίνει.
Και θαύμασα βαθιά τον Τόμας Μαν, τον θαύμασα όπως θαυμάζεις έναν πατέρα με τον οποίο δεν μπορείς να αναμετρηθείς, επειδή σε αυτή την υπνωτιστική ερωτική εξομολόγηση κατάφερε να βάλει σχεδόν τα πάντα. Από την προφητεία του πολέμου, όταν η Μαντάμ Σοσά λέει στον Χανς Κάστορπ
«Αγαπάτε την τάξη περισσότερο από την ελευθερία, το ξέρει όλη η Ευρώπη»,
ως το χαριτωμένο χιούμορ
«Μιλάτε γερμανικά σας παρακαλώ».
«Ω, γερμανικά μιλώ και στα γαλλικά».
Όλες οι ηλικίες του ανθρώπου είναι εκεί πάνω και εκεί έξω: στο χιόνι. Και θα ήταν πολύ μελαγχολικές αν ο Τόμας Μαν δεν φρόντιζε να απελευθερώσει τον Χανς από την πραγματικότητα δημιουργώντας την απόλυτη παραίσθηση. Στην κορύφωση της απελπισίας του ο ήρωάς μας παραλογίζεται: βλέπει νεαρούς με άλογα και κορίτσια με φλογέρες, κατσίκες, βοσκούς, παιδιά, ναούς.
Θα κλείσω με το κεφάλαιο που διαδραματίζεται στο χιόνι, ένα κεφάλαιο που διαβάζω και ξαναδιαβάζω σε δύσκολες ώρες. Εκεί, το μείγμα κούρασης και διέγερσης που συντροφεύει τον Χανς όταν χάνει την αίσθηση προσανατολισμού, ο δραματικός τρόπος που μιλάει χωρίς χειλεόφωνα επειδή τα χείλη του έχουν παγώσει, περιγράφει τη ζωή που περνάμε όλοι μας σε συνθήκες οικοτροφείου. Τα μωρά που δεν μπορούν ακόμη να συνεννοηθούν στον παιδικό σταθμό, τους έφηβους στον περίκλειστο κόσμο τους, τα οικοτροφεία της οικογένειας, των πανεπιστημίων, των εργασιακών χώρων, των οίκων ευγηρίας, όλα αυτά τα μέρη στα οποία ζήσαμε και θα ζήσουμε αν γεράσουμε τελικά, αν έχουμε αρκετό χρόνο μπροστά μας.
Όλες οι ηλικίες του ανθρώπου είναι εκεί πάνω και εκεί έξω: στο χιόνι. Και θα ήταν πολύ μελαγχολικές αν ο Τόμας Μαν δεν φρόντιζε να απελευθερώσει τον Χανς από την πραγματικότητα δημιουργώντας την απόλυτη παραίσθηση. Στην κορύφωση της απελπισίας του ο ήρωάς μας παραλογίζεται: βλέπει νεαρούς με άλογα και κορίτσια με φλογέρες, κατσίκες, βοσκούς, παιδιά, ναούς. Και πίσω από ένα άγαλμα μητέρας και κόρης που ολοκληρώνει την παραίσθηση των Ηλυσίων Πεδίων βλέπει Μαινάδες, εφιαλτικές γυναίκες που καταβροχθίζουν ένα ξανθό παιδί σπάζοντας με κρότο τα κοκαλάκια του. Αλλά παραλογίζεται ο Χανς ή κάνει τέχνη; Απαντάο ίδιος ο Τόμας Μαν: «Η μεγάλη ψυχή, που είσαι μονάχα ένα μικρό της μέρος, πρέπει να ονειρεύεται μέσα από σένα, με τον δικό σου τρόπο, πράγματα που στα κρυφά πάντα τα ονειρεύεται – για τη νιότη της, για τις ελπίδες της, την ευτυχία και την ειρήνευσή της και για το ματωμένο γεύμα της».
Όπως στα όνειρα, έτσι και σε αυτό το ονειρικό μυθιστόρημα, ο Τόμας Μαν παίζει όλους τους ρόλους: είναι ο Χανς και ο Γιόαχιμ, ο Σεττεμπρίνι και ο Νάφτα, ο γιατρός, η νοσοκόμα και ο ασθενής, είναι ακόμη και η Μαντάμ Σοσά. Είναι η κουβέρτα που σκεπάζει τα πόδια των αρρώστων, το θερμόμετρο στο στόμα τους, είναι ολόκληρο το Μαγικό Βουνό που εκτείνεται τριγύρω τους. Σε ευτυχείς περιπτώσεις η μυθοπλασία είναι ακριβώς αυτό: ένας ολόκληρος συμπαγής κόσμος.
Το κείμενο εκφωνήθηκε στο αφιέρωμα για τον Thomas Mann στις 5 Φεβρουαρίου στον Πολυχώρο των εκδόσεων Μεταίχμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου