Ετικέτες

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Ταξίδι με το τρένο της σοκολάτας στην Ελβετία

Ένα αναμφισβήτητα γευστικό ταξίδι στο τρένο της σοκολάτας για μια αξέχαστη εμπειρία. Η Ελβετία είναι ο παράδεισος της σοκολάτας, όμως ταξίδι με το τρένο της σοκολάτας; Κι όμως οι Ελβετοί οργάνωσαν το απόλυτο γευστικό ταξίδι στην πηγή της ευτυχίας: την σοκολάτα!
Αφετηρία η ελβετική πόλη Μοντρέ (Montreux) μέσα στο vintage τρένο για να ακολουθήσουμε τον δρόμο της σοκολάτας. Οι γευστικές εκπλήξεις δε σταματούν, αφού μπορεί να κατευθυνόμαστε προς τη «Μέκκα» της σοκολάτας, όμως θα κάνουμε μια σύντομη στάση στην πόλη Gruyeres στην οποία παράγεται το διάσημο ελβετικό τυρί. Εκεί θα γευτούμε τυρένιες, γαστρονομικές δημιουργίες, θα εξερευνήσουμε το κάστρο της περιοχής και θα πάμε πάλι πίσω στο τρένο της σοκολάτας για τον τερματικό σταθμό μας.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με το τρένο της σοκολάτας θα γευτούμε διάφορες σοκολατέχνιες λιχουδιές που παρέχονται στο τρένο. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, οι Ελβετοί καταναλώνουν πάνω από 500 γραμμάρια σοκολάτα την ημέρα. 
Επόμενη στάση η πόλη Broc. Έχουμε φτάσει επίσημα στον παράδεισο της σοκολάτας. Σύντομα αντικρίζουμε μπροστά μας το εργοστάσιο σοκολάτας της Cailler-Nestlé και ξεκινάμε την ξενάγηση, πάντα με σοκολατένιες γευσιγνωσίες. Τα αρώματα και εικόνες εκεί μένουν για πάντα στη μνήμη! Έρχεται η ώρα της επιστροφής, αποχαιρετάμε τις ελβετικές σοκολάτες της Nestle και οδηγούμαστε και πάλι στο τρένο της σοκολάτας για να φτάσουμε στο Μοντρέ μέσα από τις καταπράσινες Άλπεις και τη λίμνη Gruyeres.
Η εκδρομή με το τρένο της σοκολάτας διοργανώνεται από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο. Ειδικότερα, τα τρένα φεύγουν: τον Ιούλιο και τον Αύγουστο από Δευτέρα ως και Παρασκευή. Τον Ιούνιο, το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Πέμπτη. Ώρα αναχώρησης 9:00 το πρωί και επιστροφή στις 5:30 το απόγευμα. Το κόστος του ταξιδιού ανέρχεται στα 99 ελβετικά φράγκα για τους ενήλικες και 69 φράγκα για τα παιδιά. Στην τιμή περιλαμβάνεται η διαδρομή σε πολυτελή βαγόνια με άνετες θέσεις, καφές ή ζεστή σοκολάτα και κρουασάν, είσοδος στο  La Maison du Gruyère, μεταφορά με λεωφορείο από το La Maison στο χωριό και είσοδος στο εργοστάσιο Cailler-Nestlé με δοκιμή σοκολατένιων γλυκισμάτων.

Πηγή: itravelling

Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Το ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε σε Γερμανούς έφηβους μαθητές και τους έκανε να κλάψουν


"Λουλούδια που μαράθηκαν νωρίς", Blumen welken früh (Trailer mit deutschen Untertiteln)
Τον Ιανουάριο 2020 έγινε στην πόλη Mainz μια ιδιαίτερη πρεμιέρα ταινίας: Περίπου 350 μαθητές είδαν σε πρώτη προβολή το ντοκιμαντέρ "Λουλούδια που μαράθηκαν νωρίς. Κακόπετρος 28 Αυγούστου 1944", με θέμα τα εγκλήματα της γερμανικής Wehrmacht στον πληθυσμό της Κρήτης. Οι εντυπώσεις των μαθητών κατέγραψε η σκηνοθέτις της ταινία, Βίκυ Αρβελάκη και προβλήθηκαν στην Κρητική τηλόραση.
Im Januar 2020 fand in Mainz eine besondere Filmpremiere statt: Etwa 350 Schüler sahen die deutsche Uraufführung des Films „Blumen welken früh- Kakópetros 28. August 1944“, der die Verbrechen der deutschen Wehrmacht an der Zivilbevölkerung auf Kreta thematisiert. Organisiert wurde das von der Schulbehörde Rheinland-Pfalz und der dortigen Landeszentrale für politische Bildung. Die Eindrücke und Reaktionen der Schüler begleitete die Regisseurin des Films, Vicky Arvelaki, mit der Kamera und waren Anfang April im kretischen Fernsehen zu sehen.
"Στο Γερμανικό σχολείο σπάνια αναφέρεται η Ελλάδα. Συχνά διδασκόμαστε να σκεφτόμαστε μέσα σε "κουτιά" και δεν σκεφτόμαστε πέρα από τα όρια του έθνους μας", είπε μία μαθήτρια που παρακολούθησε την ταινία.
„Im deutschen Schulsystem wird Griechenland sehr selten angesprochen beziehungsweise fast gar nicht. Oft gibt es ein Kastendenken (…) und man denkt nicht über die eigenen nationalen Grenzen hinaus“, sagt eine Schülerin, die im Januar in Rheinland-Pfalz einen besonderen Film zur deutsch-griechischen Vergangenheit gesehen hat.
Αυτό είναι που η ταινία δεν θέλει να κάνει: Να βάλει τους θεατές να σκεφτούν μέσα σε "κουτί". Ο στόχος της είναι να δώσει έναυσμα για αντιπαραβολή των ελληνο-γερμανικών σχέσεων και να συμβάλλει στο να δημιουργηθεί μια νέα κουλτούρα μνήμης. 
Kastendenken will der Film „Blumen welken früh- Kakópetros 28.August 1944“ grundsätzlich vermeiden. Vielmehr möchte er neue Impulse für die Auseinandersetzung mit dem deutsch-griechischen Verhältnis setzen und dazu beitragen, „einen Grundstein einer neuen Erinnerungskultur zu legen“, heißt es im Ankündigungsflyer zum Film. In dem 2018 entstandenen Film werden die Verbrechen der deutschen Wehrmacht an der Zivilbevölkerung am Beispiel des Massakers von Kakópetros auf Kreta im Jahre 1944 thematisiert.
Vom 21. bis 23. Januar 2020 wurde er im Umfeld der Gedenkveranstaltungen zum Tag der Opfer des Nationalsozialismus  in Deutschland uraufgeführt. 15 Schulen, etwa 350 Schülerinnen und Schüler, sahen in Mainz den etwa einstündigen Film in vier Nachmittags- und Abendveranstaltungen. Eingeladen hatten die Schulbehörde von Rheinland-Pfalz und die Landeszentrale für politische Bildung. „Wir hatten den Film von Vicky Arvelaki und Mattheios Frantzeskakis im Frühjahr 2018 bei einer Bildungsreise zu dieser Thematik für Lehrer in Chania kennengelernt und die Regisseure daraufhin mit ihrem Film nach Deutschland eingeladen“, berichtet Bettina Münch-Rosenthal, Referentin für internationale Zusammenarbeit und Beauftragte für EU-Programme im Schulbereich der Schulbehörde in Rheinland-Pfalz. Der Film wurde bereits auf einigen Filmfestivals in Griechenland und darüber hinaus gezeigt.
„Die Reaktion der Schülerinnen und Schüler, die vorher thematisch auf den Film in den rheinland-pfälzischen Schulen vorbereitet wurden, war sehr beeindruckend – so beeindruckend, dass die Filmemacherin Vicky Arvelaki aus diesen Reaktionen nach dem Film einen neuen Film und Beitrag für eine Fernsehsendung auf Kreta zusammengestellt hat“, berichtet Münch-Rosenthal. Anfang April wurde dieser im kretischen Fernsehen NeaTV im Rahmen einer ausführlichen, knapp 50-minütigen Sendung auf Griechisch mit Szenen auf Deutsch ausgestrahlt. „Die Sendung hat großes Aufsehen auf Kreta erregt, auch der Gouverneur von Kreta hat sich gemeldet; viele fragten auch nach einer Wiederholungssendung“, sagt Münch-Rosenthal.
Die Interviews mit Lehrern und Schülern sind in das Gespräch zwischen Vicky Arvelaki und dem Moderator der Sendung eingebaut: 
Auf Deutsch: Lehrer ab Minute 08:42, Schüler ab Minute 17:02 sowie griechischsprachige Schüler ab Minute 37:35
Οι συνεντεύξεις με καθηγητές και μαθητές εμπεριέχονται στη συνομιλία με την Βίκυ Αρβελάκη (εκπομπή). Στους παραπάνω υπερσυνδέσμους θα βρείτε τα λόγια των καθηγητών (από το λεπτό 08:42), των Γερμανών μαθητών (από το λεπτό 17:02) και Ελλήνων μαθητών (από το λεπτό 37:35).
Quelle: AUFSICHTS- UND DIENSTLEISTUNGSDIREKTION RHEINLAND-PFALZ (agorayouth.com), www.flowersfadeearly.com
Bildschirmfoto 2020-04-21 um 16.26.17
©Screenshot YouTube Kanal von der Regisseurin Vicky Arvelaki von der Sendung „Sto Epikentro“

Στο μαρτυρικό Κακόπετρο, ένα μικρό χωριό του νομού Χανίων, ο χρόνος σταμάτησε στην 28η Αυγούστου 1944. Ήταν μια βροχερή Δευτέρα του καλοκαιριού, μια φαινομενικά συνηθισμένη μέρα, όταν τίποτε δεν προμήνυε τη μεγάλη σφαγή που θα ακολουθούσε και την ομαδική εκτέλεση 23 αμάχων από τους Γερμανούς κατακτητές. Στο ντοκιμαντέρ «Λουλούδια που μαράθηκαν νωρίς, Κακόπετρος 28 Αυγούστου 1944», πέντε επιζώντες θυμούνται εκείνη τη βροχερή Δευτέρα. Και αφηγούνται τα προσωπικά δράματα που εκτυλίχθηκαν στο μικρό χωριό την ημέρα της μεγάλης εκτέλεσης, αλλά και την υπόλοιπη ζωή τους, που άφησε ένα ολόκληρο χωριό βουτηγμένο στη θλίψη. Το ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία Ματθαίου Φραντζεσκάκη και Βίκης Αρβελάκη, καταγράφει το πέρασμα των Γερμανών από το χωριό μέσα από τις μαρτυρίες πέντε πρωταγωνιστών του δράματος, αναδεικνύοντας μέσα από την προφορική ιστορία το αποτύπωμα που άφησε μέχρι σήμερα στο χωριό η αποτρόπαιη εκτέλεση. Πρόκειται για ένα ιστορικό γεγονός διακριτά καταγεγραμμένο στην έκθεση της επιτροπής καταγραφής των Γερμανικών Ωμοτήτων στην Κρήτη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο φωτογράφος της επιτροπής Κωνσταντίνος Κουτουλάκης, η ιστορία του Κακόπετρου συγκλόνισε το Νίκο Καζαντζάκη, που ήταν μέλος της επιτροπής. «Φεύγοντας είδα τον Καζαντζάκη να κλαίει. Μέσα στ’ αυτοκίνητο μας ήλεγε κι ήκλαιγε ακόμη, είδετε; Αυτή είναι η κρητική ψυχή, την ελευθερία την έχει θρησκεία… Ένας τέτοιος λαός υποδουλώνεται ποτέ;», γράφει ο Κωνσταντίνος Κουτουλάκης. Ο δημοσιογράφος Ματθαίος Φραντζεσκάκης μιλώντας για την ταινία που σκηνοθέτησε, ανασύρει ζωντανές μνήμες «για έναν ισόβιο πόνο ψυχής, που βύθισε ένα ολόκληρο χωριό στο πένθος». Γι' αυτόν η ταινία προέκυψε ως αποτέλεσμα προσωπικής επικοινωνίας με κάποιους από τους πρωταγωνιστές, που έδωσε την δυνατότητα να γνωρίσουν μια σκληρή στιγμή της ιστορίας ενός τόπου μέσα από τα αποκαΐδια των ψυχών αυτών των ανθρώπων. Οι πέντε πρωταγωνιστές της ιστορίας ουσιαστικά σημαδεύτηκαν για όλη τους την ζωή. Περίπου 70 χρόνια μετά είχαν τόσο βαθιά χαραγμένες τις μνήμες, αλλά και τον πόνο που θέλησε να αποτυπώσει και να αναδείξει το γεγονός, αλλά και ό,τι αυτό άφησε πίσω του: Νεκρούς, λεηλασίες και ισόβιο πόνο ψυχής. Τα «Λουλούδια που μαράθηκαν νωρίς» δεν αφορά μόνο στους 23 ανθρώπους που δολοφονήθηκαν στον Κακόπετρο, αλλά και σε εκείνους που έμειναν πίσω. Εκείνη τη μέρα “μαράθηκαν” όχι μόνο οι νέοι που εκτελέστηκαν, αλλά και οι άνθρωποί τους, που έμειναν πίσω να ζήσουν μια ζωή γεμάτη πόνο και ένα αναπάντητο “γιατί”. Εκείνη τη μέρα στον Κακόπετρο όλα τα λουλούδια μαράθηκαν νωρίς


Η
προφορική ιστορία είναι η ιστορία που χτίζεται γύρω από τους ανθρώπους. Μια ζωντανή ιστορία μέσα στην κοινότητα και από την κοινότητα. Που δίνει βήμα, εκτός από τους ειδικούς, και στους λιγότερο προνομιούχους. Σε αυτούς που τις περισσότερες φορές βιώνουν τα ιστορικά γεγονότα. Σε αυτούς που ενώ σημαδεύονται από τα (συχνά έντονα) βιώματα ζωής, τούς έχει για πολλά χρόνια αφαιρεθεί το δικαίωμα της αποτύπωσης και της δημόσιας καταγραφής αυτών των βιωμάτων. Κατ’ επέκταση η προφορική ιστορία ουσιαστικά δίνει βήμα σε ιστορίες και τομείς που μέχρι τώρα αποσιωπούνταν, όπως η ιστορία της οικογένειας, οι σχέσεις της με τη γειτονιά και τη συγγένεια, οι κοινωνικοί φυλετικοί ρόλοι και αγώνες. Οι μικρές και μεγάλες επαναστάσεις. Με αυτήν την προοπτική, η σκοπιά της ιστορικής γλώσσας και γραφής πλαταίνει, πλουτίζεται και παράλληλα αλλάζει το κοινωνικό της μήνυμα. Παράλληλα η προφορική ιστορία αναδεικνύει και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών. Η προφορική ιστορία αποτελεί πεδίο δημιουργικής ζεύξης στοιχείων ενός Άυλου Πολιτισμού που συχνά χάνεται, ενώ μπορεί και πρέπει να αποτελεί βασικό μοχλό συνέχειας των γενεών – και της κινηματογραφικής αφήγησης μέσα από ένα είδος που εξ ορισμού στηρίζεται στην αποτύπωση «αληθινών ιστοριών». Την παραπάνω οπτική προσέγγισης επιδιώκουν οι δημιουργοί και στα «Λουλούδια που Μαράθηκαν Νωρίς».  Πέρα από την επαφή με ένα γεγονός που δεν είναι ευρέως γνωστό, ο θεατής μπορεί να κατανοήσει τον πόνο και τα σημάδια στην ψυχή που αφήνει ισόβια στους επιζώντες ένα τέτοιο γεγονός. Μέσα από τις υπόλοιπες αναφορές του ντοκιμαντέρ, ο θεατής βρίσκεται απέναντι σε ερωτήματα, όπως το «πώς μπορεί ένας λαός να οπλίζεται και να σκορπά μίσος και θάνατο», «ποιος κινεί την ιστορία», «ποια δύναμη κρατά ζωντανούς τους ανθρώπους μετά από τέτοια γεγονότα» και φυσικά «πως μπορεί η ανάδειξη ενός τέτοιου γεγονότος να λειτουργήσει αποτρεπτικά από την επανάληψη του». Μέσα από τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών όσο και από την ειδική αναφορά του Νίκου Καζαντζάκη στα γεγονότα στον Κακόπετρο, ο θεατής θα νιώσει το μεγαλείο της ψυχής των ανθρώπων που επέζησαν και κουβαλώντας ισόβια τον πόνο στην ψυχή πάλεψαν για να σταθούν όρθιοι.
 

Πηγές: https://parallaximag.gr/

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Ο δρόμος του παραμυθιού



Projekt “Sterntaler”: Δύο φοιτήτριες Ιστορίας του πανεπιστημίου Kassel σκέφτηκαν δημιουργικά και ευφάνταστα τον καιρό της καραντίνας: Θέλησαν αρχικά να βοηθήσουν άλλους ανθρώπους και έδωσαν πνοή στο πρότζεκτ "Sterntaler". Από τις 11 Ιουνίου θα διανύσουν πεζοπορώντας περίπου 210 χιλιόμετρα στον Γερμανικό δρόμο των παραμυθιών, από τον κόσμο των αδερφών Grimm (Kassel) μέχρι το άγαλμά τους στο Hanau. Λόγω των μέτρων που πρέπει να τηρούνται λόγω ιού, θα είναι σε επαφή με τους ανθρώπους με ασφάλεια και αποστάσεις και θα ψάξουν για εναλλακτικά καταλύματα (κάμπινγκ, καταφύγια κλπ.) Επιθυμούν να βρουν χορηγούς για το πρότζεκτ τους, οι οποίοι θα δωρίζουν ένα σταθερό ποσό για κάθε χιλιόμετρο που θα διανύουν. Στο τέλος της διαδρομής θα μοιραστούν τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν στον οργανισμό LaLeLu e.V. στο Bruchköbel και στην δράση "Παιδιά στο Nordhessen".

Tην πρόοδό τους και τις εμπειρίες τους από αυτή τη διαδρομή θα την μοιράζονται στη σελίδα Projekt “Sterntaler”και κάθε βράδυ θα μας διαβάζουν ένα παραμύθι! Ελπίζουν ότι θα βρουν πολλούς υποστηρικτές και ότι θα απολαύσουν την περιπέτεια!
Projekt “Sterntaler” kurz erklärt: Sie sind zwei Geschichtsstudentinnen der Universität Kassel und haben durch Corona im Moment unerwartet viel Freizeit, was ihnen zu der Überlegung brachte, wie sie diese sinnvoll nutzen können. Dabei kam ihnen der Gedanke, dass sie gerne anderen Menschen helfen wollen. Deshalb haben sie das „Projekt Sterntaler“ ins Leben gerufen. Ihr Plan ist es, ab dem 11. Juni ca. 210 km entlang der Deutschen Märchenstraße, von der Grimmwelt in Kassel bis zum Grimmdenkmal in Hanau zu wandern. Dabei möchten sie, aufgrund der aktuellen Lage, den Kontakt zu anderen Menschen so gering wie möglich halten und sich um alternative Schlafmöglichkeiten (Campingplätze, Schutzhütten o.ä.) bemühen. Vorher möchten sie Sponsoren für ihr Projekt gewinnen, die einen vorher selbst festgelegten Betrag pro gelaufenem Kilometer spenden. Diese Spenden sollen am Ende zwischen der Organisation LaLeLu e.V. in Bruchköbel und der Aktion „Kinder für Nordhessen“ aufgeteilt werden.
Ihren Fortschritt und einige ihrer Erlebnisse werden sie auf dieser Seite mit Euch teilen und jeden Abend ein passendes Märchen vorlesen.
Sie hoffen auf zahlreiche Unterstützer und freuen sich auf dieses Abenteuer.

Διαδραστική εικόνα για παιδαγωγική αξιοποίηση (από συνάδελφο):

και ασκήσεις:


Αργύρης Σφουντούρης. Ο 75χρονος επιζών του Διστόμου που κατέπληξε τους Γερμανούς

Μακρόθυμος, φύλακας της εθνικής μνήμης, αγωνιστής, δημοκράτης, ποιητής, ευγενής. Ο 75χρονος Αργύρης Σφουντούρης ποτέ του δεν ξέχασε τη σφαγή της οικογένειάς του από τους ναζί στις 10 Ιουνίου του 1944 στο Δίστομο , όμως ποτέ του δεν μίσησε. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να αγωνίζεται μέχρι σήμερα για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. «Η Γερμανία πρέπει να πληρώσει τα χρέη της» δηλώνει, μεταξύ άλλων, ο κ. Σφουντούρης στη HuffPost Greece.
Δέχθηκε με μεγάλη ευχαρίστηση να μας μιλήσει, αν και όπως είπε το τηλέφωνό του δεν σταματά να χτυπά το τελευταίο 24ωρό από δημοσιογράφους που έμαθαν γι΄ αυτόν έπειτα από την εμφάνισή του στη γερμανική σατιρική εκπομπή «Ansalt» (Φρενοκομείο) του τηλεοπτικού καναλιού ZDF. Εκεί το γέλιο των συμμετεχόντων στην εκπομπή μετατράπηκε σε δάκρυ.
«Οι Γερμανοί στρατιώτες εκείνη την ημέρα του Ιουνίου μας έκαψαν το σπίτι και σκότωσαν 30 άτομα της οικογένειάς μου, όλοι με το επίθετο Σφουντούρης» μας λέει, τα ίδια που είπε και στο γερμανικό κοινό που τον κοιτούσε σαστισμένο.
Σε ερώτηση γιατί το κοινό ξαφνιάστηκε τόσο πολύ, ο κ. Σφουντούρης είπε πως οι Γερμανοί πλέον έχουν ξεχάσει.
«Οι Γερμανοί έχουν ξεχάσει»
«Το 59% των Γερμανών, ίσως και μεγαλύτερο ποσοστό, δεν ξέρει τι έγινε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχουν ξεχάσει. Αυτή η εκπομπή στην οποία συμμετείχα απευθύνεται σε περίπου πέντε εκατομμύρια τηλεθεατές. Ποτέ στα 20 χρόνια που αγωνίζομαι να κάνω γνωστή την υπόθεση της Ελλάδας, του Διστόμου, το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων, δεν κατάφερα να προσεγγίσω τόσο πολύ κόσμο» δηλώνει ενθουσιασμένος.
Ενθουσιασμένος είναι και για την απόφαση της νέας ελληνικής κυβέρνησης να θέσει το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων.
«Θέλω να τους συγχαρώ που έθεσαν το θέμα τώρα. Δεν υπήρχε καλύτερη συγκυρία. Περιμέναμε 70 χρόνια γι΄αυτή τη στιγμή. Ποτέ καμία ελληνική κυβέρνηση, δεν είχε θίξει το ζήτημα αυτό σε καμία γερμανική κυβέρνηση. Όπως έλεγε ο αείμνηστος πολιτικός Γεώργιος Μαγκάκης, όλες οι κυβερνήσεις προσκυνούσαν τη γερμανική ηγεσία» υπογραμμίζει ο κ. Αργύρης Σφουντούρης και επανερχόμενος στο ζήτημα του χρέους λέει: «Το χρέος είναι χρέος και οι κανόνες ισχύουν για όλους».
Μια ζωή σαν μυθιστόρημα
Μας μιλάει για την πορεία της ζωής του, τη σχέση του με την πατρίδα, τις ελπίδες του για τόπο. Λέξεις, σκέψεις και μια ζωή, η βαρύτητα της οποίας είναι δίδαγμα και ένα άλλου είδους χρέος για όλους όσοι θέλουν να αποκαλούνται άνθρωποι. Ισως αυτός είναι ο λόγος που τολμούμε να αποδώσουμε τις σκέψεις του σε τούτες τις γραμμές.
Μας περιγράφει πως οι γερμανικές δυνάμεις σφαγίασαν τους κατοίκους του Διστόμου.
Μέσα σε λίγες ώρες το χωριό πνίγηκε στο αίμα, 218 κάτοικοι του χωριού, γυναίκες, άντρες, παιδιά, μωρά εκτελέσθηκαν.
Ο κ. Σφουντούρης, δεν ξεχνά ποτέ, όπως μας λέει, τον πατέρα του στο δρόμο νεκρό από τη σφαίρα ενός Γερμανού ναζί.
Διερωτάται κανείς πως και δεν γέμισε με μίσος και οργή, πως γίνεται και μιλάει τη γερμανική γλώσσα τόσο καλά σαν μητρική του και δεν του στεγνώνει τη φωνή.
«Τη μέρα που μας έκαψαν το σπίτι είχα μείνει μόνος μου με τις αδελφές μου, προσπαθούσαμε να γλιτώσουμε από τη φωτιά, οι γονείς μας είχαν βγει από το σπίτι και δεν επέστρεψαν ποτέ. Τότε ανοίγοντας την πόρτα της αυλής ένας Γερμανός στρατιώτης μας είδε και αμέσως μας έκανε νόημα να πάμε να κρυφτούμε. Μας έσωσε... δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι» μας λέει.
Η ζωή προχωρά
Η ζωή προχωρά και έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τη σφαγή στο Δίστομο. Ο μικρός Αργύρης είναι πλέον 8 ετών μεγαλώνει σε ορφανοτροφείο ώσπου μια ημέρα μια επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού φτάνει από την Ελβετία επιλέγει κάποια παιδιά για να ζήσουν στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι στο Τρόγεν.
«Ήταν ένα πολυεθνικό χωριό» θυμάται και μας εξιστορεί πως σπούδασε και έκανε το διδακτορικό του στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης στα Μαθηματικά και την Αστροφυσική. Στη συνέχεια διδάσκει, γράφει ποίηση, μεταφράζει Έλληνες ποιητές στα γερμανικά, κρατάει επαφή με την Ελλάδα μέχρι το 1967 που γίνεται το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Η χούντα είναι γεγονός.
«Ήμουν ανεπιθύμητος τότε στην Ελλάδα, μου πήραν διαβατήριο, λογικό εξαιτίας των μεταφράσεων στα γερμανικά, έργων απαγορευμένων ποιητών όπως του Ρίτσου» λέει γελώντας.
Κατά την περίοδο της επταετίας αγωνίζεται κατά της χούντας με κείμενα του σε γερμανικά περιοδικά, με την έκδοση του περιοδικού «Προπύλαια», αλλά και με διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος με σκοπό να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη.
Τα χρόνια που ακολουθούν ο Αργύρης γίνεται όλο και πιο γνωστός και δραστήριος, πάντα ταπεινός στο πλευρό των αδύναμων. Νέες σπουδές που σχετίζονται με την αναπτυξιακή βοήθεια τον οδηγούν στη Σομαλία, το Νεπάλ, την Ινδονησία.
Το 1994 με αφορμή την 50ή επέτειο της σφαγής του Διστόμου ο Αργύρης Σφουντούρης διοργανώνει σε συνεργασία με την κοινότητα του Διστόμου στο Ευρωπαϊκό κέντρο πολιτισμού στους Δελφούς ένα «Συνέδριο για την Ειρήνη». Το τείχος που χώριζε τη Γερμανία έχει πέσει. Τώρα είναι εφικτό να υπάρξουν διεκδικήσεις. Όμως οι προσπάθειες του πέφτουν στο κενό. «Δεν υφίσταται δικαίωμα αποζημίωσης» του ανακοίνωσαν από τη γερμανική πρεσβεία.
Η άρνηση δεν γίνεται αποδεκτή από τον κ. Σφουντούρη. Ο αγώνας ξεκίνησε ο νομικός λαβύρινθος δεν τον τρομάζει.
Σήμερα, ακούραστος, εξακολουθεί να μιλά γι΄ αυτό το θέμα, θέλει να δηλώσει αισιόδοξος αλλά όπως λέει χρειάζεται πολύ δουλειά.
«Διχόνοια η μεγάλη μας πληγή»
Κληθείς να σχολιάσει την ελληνική πολιτική σκηνή τονίζει, για πρώτη φορά με μια κούραση στη φωνή του, πως «είμαστε ακόμη πολύ διχασμένοι».
«Οι πολιτικοί ήταν φαύλοι στο παρελθόν. Δεν υπήρχε αξιοκρατία, νέοι και ικανοί άνθρωποι περιθωριοποιούνταν ή έφευγαν από την Ελλάδα. Αυτό μας κατέστρεψε» αναφέρει και προσθέτει: «Είναι δύσκολο να αλλάξουμε, όμως χρειαζόμαστε ομοφωνία, αυτό θα βοηθούσε. Ξέρουμε τι είναι καλό και τι δεν είναι και το χειρότερο που μας βαραίνει είναι η διχόνοια, το είχε πει και ο Σολωμός... πρέπει να κάτσουμε και να συζητήσουμε δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι» τονίζει και αφήνει μια ελπίδα να φανεί: «Κάθε φορά που επιστρέφω στο Δίστομο πάντα κάποιοι με προσεγγίζουν κυρίως νέοι άνθρωποι και με ρωτούν να μάθουν. Ακόμη και πολύ νέα παιδιά μου λένε “πες μας παππού” και αυτό για εμένα είναι ελπίδα» καταλήγει ο κ. Αργύρης Σφουντούρης.
«Ένα τραγούδι για τον Αργύρη»
Συγκλονιστικό είναι το ντοκιμαντέρ, ελβετικής παραγωγής του 2006 με τίτλο «Ένα τραγούδι για τον Αργύρη» (EIN LIED FUR ARGYRIS). Σε αυτή τη βραβευμένη ταινία, σκηνοθεσίας του Στέφαν Χάουπ, ο κ. Σφουντούρης «ξαναζεί» τη ζωή του αφήνοντας τη διαθήκη του για όλους μας, Έλληνες και Γερμανούς.
Πηγή: Huffpost

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Το Μαγικό (μου) Βουνό. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου για τον Thomas Mann

Επί έξι μήνες ο άντρας μου με απατούσε με τον Χανς Κάστορπ. Διάβασε το Μαγικό Βουνό δύο φορές, τη μία μετά την άλλη, όπως συνιστά ο Τόμας Μαν. Κάθε βράδυ στο κρεβάτι ξεφυσούσε και αναστέναζε: «Αχ, Χανς, τα έχεις πει όλα». Ξύπνησε μέσα μου η επιθυμία να μάθω περισσότερα για τον ανταγωνιστή μου. Έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου σίγουρη πως το είχα διαβάσει νεότερη. Προφανώς επρόκειτο για πασάλειμμα. Το ίδιο είχε συμβεί και με τον Θάνατο στη Βενετία – τη δεύτερη φορά που διάβασα τη νουβέλα αποδείχτηκε άλλο βιβλίο. Άρχισα λοιπόν το Μαγικό Βουνό με προκαταλήψεις και αίσθημα ανταγωνισμού. Πώς ανταγωνίζεσαι όμως τον Τόμας Μαν; Πώς τα βάζεις με ένα Μαγικό Βουνό; Το βιβλίο με συνέτριψε. Ήταν σαν να χτυπιόμουν σε πραγματικούς βράχους. Αυτή είναι η ιστορία της συντριβής μου, η οποία –όπως κάθε συντριβή– ολοκληρώνεται με συμφιλίωση. 
Από μαθήτρια Δημοτικού είχα βρει στη λογοτεχνία ένα ισχυρό παυσίπονο απέναντι σε αυτό που ονομάζουμε ζωή, υπαρξιακό δράμα. Σήμερα ξέρω ότι αν δεν είχα ανακαλύψει τη λογοτεχνία θα ήμουν μανιοκαταθλιπτική, κλινικά άρρωστη. Ο λόγος που διδάσκω λογοτεχνία είναι για να προσφέρω στους άλλους αυτή την εναλλακτική θεραπεία που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στα μεγάλα κείμενα, όπως το μεδούλι στα κόκκαλα.
Θα σας μιλήσω λοιπόν για το μεδούλι που ανακάλυψα στα κόκκαλα του Μαγικού Βουνού. Για να το κάνω αυτό, θα μιλήσω προσωπικά, θα μιλήσω για συμπτώσεις, για κομβικά σημεία όπου η ζωή μου συναντήθηκε με τη ζωή του Χανς Κάστορπ. Ο Χανς, αυτός ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο, ξεκινάει να επισκεφτεί τον ξάδερφό του Γιόαχιμ, «εκεί πάνω», στο σανατόριο. «Εκεί πάνω» και «εκεί κάτω» είναι δυο τοπικοί προσδιορισμοί που διατρέχουν το βιβλίο διαχωρίζοντας την υγεία, την καθημερινότητα, τη ρουτίνα της ζωής («εκεί κάτω»), από την ασθένεια, την εξαίρεση, τη ρουτίνα του θανάτου («εκεί πάνω»).
Μακριά από τον λήθαργο της καθημερινής ζωής, που συχνά τη σπρώχνουμε για να περνάει, ο Χανς συναντάει «εκεί πάνω» τον εαυτό του και την κοινωνία του επειδή, όπως μας λέει ο Τόμας Μαν, «ο άνθρωπος δεν ζει μόνο την προσωπική του ζωή ως άτομο αλλά συνειδητά ή ασυνείδητα και τη ζωή της εποχής του και των συγχρόνων του».
Ο Χανς συναντάει «εκεί πάνω» αξιομνημόνευτους χαρακτήρες. Δασκάλους του διαφωτισμού όπως τον Σεττεμπρίνι και του μυστικισμού όπως τον Νάφτα, γιατρούς και ασθενείς, αλλά και το φάντασμα του έρωτα όπως εμφανίστηκε στο παρελθόν του στο πρόσωπο του συμμαθητή του Χίππε και όπως φανερώνεται στο παρόν του στο πρόσωπο της Κλάβντια Σοσά. Μακριά από τον λήθαργο της καθημερινής ζωής, που συχνά τη σπρώχνουμε για να περνάει, ο Χανς συναντάει «εκεί πάνω» τον εαυτό του και την κοινωνία του επειδή, όπως μας λέει ο Τόμας Μαν, «ο άνθρωπος δεν ζει μόνο την προσωπική του ζωή ως άτομο αλλά συνειδητά ή ασυνείδητα και τη ζωή της εποχής του και των συγχρόνων του». Και παρά την «απλοϊκή του προσωπικότητα» όπως αρέσκεται να επαναλαμβάνει ο συγγραφέας, ο Χανς Κάστορπ ξεπερνάει τον εαυτό του όταν βρεθεί στα υψίπεδα: διαβάζει με πάθος, συζητάει, διαφωνεί, κυριολεκτικά αρρωσταίνει από την πολλή σκέψη. Και αρρωσταίνει επιτυχώς, αρρωσταίνει τόσο καλά ώστε καταφέρνει να μείνει στο Μαγικό Βουνό για επτά ολόκληρα χρόνια.
Τόσα χρόνια μείναμε κι εμείς οικογενειακώς στη Γερμανία. Το Βερολίνο ήταν το αντίθετο του Μαγικού Βουνού. Επίπεδη γη, ούτε ένα μικρό ύψωμα, μια απόπειρα ανύψωσης – ήμασταν περικυκλωμένοι όχι από τον αέρα των βουνών αλλά από τον αέρα της εφιαλτικής ευρωπαϊκής ιστορίας. Αυτό ήταν ένα ακόμη κοινό στοιχείο με τον Χανς, ένα στοιχείο που με βοήθησε να καταλάβω την εμμονή του άντρα μου με αυτόν τον παράξενο ρομαντικό ήρωα. Η αγκύλωση. Η ανακούφιση που μας παρέχει ο τοπικός αποκλεισμός και η ατμόσφαιρα σανατορίου. Ο Χανς, σκέφτηκα, προσπαθούσε να ανδρωθεί εκείνα τα επτά χρόνια, όπως εμείς προσπαθούσαμε να ενηλικιωθούμε στο Βερολίνο. Νέοι γονείς ενός κοριτσιού 14 μηνών ρίξαμε άγκυρα σ’ έναν άγνωστο τόπο αναζητώντας ζωτικές λύσεις. Όπως ο Χανς αναρωτιόταν μπροστά στα πολυκυτταρικά μορφώματα του οργανισμού, είναι «αποικίες μεμονωμένων ατόμων ή ενιαία έμβια όντα;», έτσι ταλαντευόμασταν ανάμεσα στο Εγώ και στο Εμείς, παρατηρώντας μ’ ένα παρόμοιο μικροσκόπιο το πολυκυτταρικό μόρφωμα της πυρηνικής μας οικογένειας. Το Βερολίνο ήταν το Μαγικό Βουνό μας.
Η πρόθεση και το αποτέλεσμα, τα ευγενή και αγενή ψέμματα της λογοτεχνίας, η ευπιστία του αναγνώστη, όλα τα ηθικά ζητήματα της συγγραφικής και της αναγνωστικής πράξης φωτίστηκαν για μένα διαβάζοντας τη θρασύτατη δήλωση «δεν κάνουμε μυθοπλασίες».
Θα μου πείτε, τι σας αφορά εσάς αυτό; Γιατί επιμένω να συγκρίνω τη ζωή μου με τη ζωή του Χανς Κάστορπ; Επειδή στο Μαγικό Βουνό βρήκα τα κλειδιά του είδους που ονομάζουμε auto-fiction, τα κλειδιά της μέθεξης ζωής και μυθοπλασίας. Στο Μαγικό Βουνό οφείλω κατά μεγάλο μέρος το γράψιμο του μυθιστορήματός μου Μπαρόκ. Εξηγούμαι: Όταν ο Τόμας Μαν γράφει «Και όμως δεν κάνουμε μυθοπλασίες αλλά μένουμε πιστά προσκολλημένοι στο προσωπικό βίωμα του απλοϊκού μας ήρωα», κάνει ακριβώς αυτό που αρνείται ότι κάνει: μυθοπλασίες. Η πρόθεση και το αποτέλεσμα, τα ευγενή και αγενή ψέμματα της λογοτεχνίας, η ευπιστία του αναγνώστη, όλα τα ηθικά ζητήματα της συγγραφικής και της αναγνωστικής πράξης φωτίστηκαν για μένα διαβάζοντας τη θρασύτατη δήλωση «δεν κάνουμε μυθοπλασίες». Αν κάνουμε μυθοπλασίες λέγοντας ότι δεν κάνουμε μυθοπλασίες, τότε γιατί να μη γράφουμε αυτοβιογραφικά κείμενα λέγοντας ότι δεν γράφουμε αυτοβιογραφικά κείμενα; Ποιος ορίζει τελικά τι είναι και τι δεν είναι εμπειρία;
Κράτησα αυτή την ανακουφιστική υποσημείωση το 2017 και διάβασα τοΜαγικό Βουνό κι εγώ για δεύτερη συναπτή φορά, ως αλφαβητάριο της ζωής μου. Στη φράση «Να τοι και οι Διόσκουροί μας! Ο Κάστορπ και ο Πολυδεύκης» αναγνώρισα τον πραγματικό μου ξάδερφο, τον Γιώργο, ο οποίος πέθανε σαν τον Γιόαχιμ, στα 40 του, και πήγε «εκεί πάνω». Ήξερα πια τι έπρεπε να κάνω: έκρυψα το Μαγικό Βουνό μέσα στο βιβλίο μου γράφοντας ότι ο ξάδερφός μου κι εγώ δήθεν αγαπούσαμε αυτό το μυθιστόρημα και αποκαλούσαμε αλλήλους Χανς και Γιόαχιμ. Ήταν –για μένα τουλάχιστον– ένα ωραίο μυθοπλαστικό ψέμα. Ωραίο ψέμα, αν χρειάζεται ορισμός, είναι αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε ότι διορθώνουμε τη ζωή μας και ότι την επινοούμε ξανά.
alt
Ο Τόμας Μαν (φωτογραφία © Fred Stein, 1943)
Ύστερα το Μαγικό Βουνό με οδήγησε από μόνο του σε δεκάδες άλλους συσχετισμούς, όπως συμβαίνει πάντα όταν εμπιστευόμαστε ένα βιβλίο τυφλά, όταν ανοιγόμαστε σε αυτό με τον νου και την καρδιά. Για τη συγγραφική ζωή βρήκα στο βιβλίο του Τόμας Μαν και ενσωμάτωσα στο Μπαρόκ μια φράση που ταίριαζε γάντι στους νεαρούς συγγραφείς: «Αποκτά κανείς γρήγορα μια δεξιότητα όταν αισθάνεται την ανάγκη της μέσα του;». Με άλλα λόγια, γίνεται κάποιος συγγραφέας από ανάγκη – που είναι η ύψιστη εκδήλωση της επιθυμίας;
Και θαύμασα βαθιά τον Τόμας Μαν, τον θαύμασα όπως θαυμάζεις έναν πατέρα με τον οποίο δεν μπορείς να αναμετρηθείς, επειδή σε αυτή την υπνωτιστική ερωτική εξομολόγηση κατάφερε να βάλει σχεδόν τα πάντα.
Αυτό που έκανα όταν κανείς δεν με κοίταζε ήταν να χρησιμοποιώ τη ζωή του Κάστορπ ως πατρόν για τη δική μου ζωή. Να ζω δια του Χανς. Την ασθένεια του σώματος την έζησα ως «ανάρμοστο υπερτονισμό της σωματικότητας», όπως διατάζει ο Χανς. Τον τρόμο της οικονομικής καταστροφής τον έζησα με την αποστασιοποίηση του λατινικού «sine pecunia» που επαναλαμβάνει ο Χανς όταν κρατάει τεφτέρι των ταπεινών του εξόδων. Την αποχή από τα κοινά την πέρασα χάρη στη φράση «δεν υπάρχει τίποτα πιο έξυπνο από το να ζήσει κανείς ένα διάστημα σαν να είχε μια ελαφριά tuberculosis pulmonum». Στον επαναστάτη και αριστοκράτη Νάφτα βρήκα το πρώιμο πορτρέτο του άντρα μου. Στην ταυτοφωνία του Ρανταμές και της Αίντας στον τάφο –έτσι όπως την περιγράφει ο Χανς σε μια από τις πιο ευφυείς μουσικές κριτικές που γράφτηκαν ποτέ– βρήκα τον προαιώνιο φόβο του ζευγαριού ότι μια μέρα θα τους καταπιεί το σκοτάδι. Στην ερωτική εξομολόγηση του Χανς στη Μαντάμ Σοσά, στην ευφυή του σύλληψη να γράψει αυτές τις σελίδες στα γαλλικά, βρήκα όλο το ρομαντισμό της νεανικής μου ζωής – το πάθος ως μια ξένη γλώσσα. Μια γλώσσα που μιλάνε μόνο οι εραστές, χαρούμενοι σαν παιδιά που κανείς δεν τους καταλαβαίνει.
Και θαύμασα βαθιά τον Τόμας Μαν, τον θαύμασα όπως θαυμάζεις έναν πατέρα με τον οποίο δεν μπορείς να αναμετρηθείς, επειδή σε αυτή την υπνωτιστική ερωτική εξομολόγηση κατάφερε να βάλει σχεδόν τα πάντα. Από την προφητεία του πολέμου, όταν η Μαντάμ Σοσά λέει στον Χανς Κάστορπ
«Αγαπάτε την τάξη περισσότερο από την ελευθερία, το ξέρει όλη η Ευρώπη»,
ως το χαριτωμένο χιούμορ
«Μιλάτε γερμανικά σας παρακαλώ».
«Ω, γερμανικά μιλώ και στα γαλλικά».
 
to magiko bouno amanta 700
Όλες οι ηλικίες του ανθρώπου είναι εκεί πάνω και εκεί έξω: στο χιόνι. Και θα ήταν πολύ μελαγχολικές αν ο Τόμας Μαν δεν φρόντιζε να απελευθερώσει τον Χανς από την πραγματικότητα δημιουργώντας την απόλυτη παραίσθηση. Στην κορύφωση της απελπισίας του ο ήρωάς μας παραλογίζεται: βλέπει νεαρούς με άλογα και κορίτσια με φλογέρες, κατσίκες, βοσκούς, παιδιά, ναούς. 
Θα κλείσω με το κεφάλαιο που διαδραματίζεται στο χιόνι, ένα κεφάλαιο που διαβάζω και ξαναδιαβάζω σε δύσκολες ώρες. Εκεί, το μείγμα κούρασης και διέγερσης που συντροφεύει τον Χανς όταν χάνει την αίσθηση προσανατολισμού, ο δραματικός τρόπος που μιλάει χωρίς χειλεόφωνα επειδή τα χείλη του έχουν παγώσει, περιγράφει τη ζωή που περνάμε όλοι μας σε συνθήκες οικοτροφείου. Τα μωρά που δεν μπορούν ακόμη να συνεννοηθούν στον παιδικό σταθμό, τους έφηβους στον περίκλειστο κόσμο τους, τα οικοτροφεία της οικογένειας, των πανεπιστημίων, των εργασιακών χώρων, των οίκων ευγηρίας, όλα αυτά τα μέρη στα οποία ζήσαμε και θα ζήσουμε αν γεράσουμε τελικά, αν έχουμε αρκετό χρόνο μπροστά μας.
Όλες οι ηλικίες του ανθρώπου είναι εκεί πάνω και εκεί έξω: στο χιόνι. Και θα ήταν πολύ μελαγχολικές αν ο Τόμας Μαν δεν φρόντιζε να απελευθερώσει τον Χανς από την πραγματικότητα δημιουργώντας την απόλυτη παραίσθηση. Στην κορύφωση της απελπισίας του ο ήρωάς μας παραλογίζεται: βλέπει νεαρούς με άλογα και κορίτσια με φλογέρες, κατσίκες, βοσκούς, παιδιά, ναούς. Και πίσω από ένα άγαλμα μητέρας και κόρης που ολοκληρώνει την παραίσθηση των Ηλυσίων Πεδίων βλέπει Μαινάδες, εφιαλτικές γυναίκες που καταβροχθίζουν ένα ξανθό παιδί σπάζοντας με κρότο τα κοκαλάκια του. Αλλά παραλογίζεται ο Χανς ή κάνει τέχνη; Απαντάο ίδιος ο Τόμας Μαν: «Η μεγάλη ψυχή, που είσαι μονάχα ένα μικρό της μέρος, πρέπει να ονειρεύεται μέσα από σένα, με τον δικό σου τρόπο, πράγματα που στα κρυφά πάντα τα ονειρεύεται – για τη νιότη της, για τις ελπίδες της, την ευτυχία και την ειρήνευσή της και για το ματωμένο γεύμα της».
Όπως στα όνειρα, έτσι και σε αυτό το ονειρικό μυθιστόρημα, ο Τόμας Μαν παίζει όλους τους ρόλους: είναι ο Χανς και ο Γιόαχιμ, ο Σεττεμπρίνι και ο Νάφτα, ο γιατρός, η νοσοκόμα και ο ασθενής, είναι ακόμη και η Μαντάμ Σοσά. Είναι η κουβέρτα που σκεπάζει τα πόδια των αρρώστων, το θερμόμετρο στο στόμα τους, είναι ολόκληρο το Μαγικό Βουνό που εκτείνεται τριγύρω τους. Σε ευτυχείς περιπτώσεις η μυθοπλασία είναι ακριβώς αυτό: ένας ολόκληρος συμπαγής κόσμος. 
Το κείμενο εκφωνήθηκε στο αφιέρωμα για τον Thomas Mann στις 5 Φεβρουαρίου στον Πολυχώρο των εκδόσεων Μεταίχμιο.

Γερμανικά παιχνίδια για μικρούς & μεγάλους μαθητές Γερμανικών


Περιηγηθείτε στο μενού της παραπάνω σελίδας και διασκεδάστε μαθαίνοντας!


Lidice, Δίστομο & Oradour: Θύματα της ναζιστικής θηριωδίας την ίδια ημερομηνία (10 Ιουνίου)

10 Ιουνίου: Την ίδια ημέρα, με δυο χρόνια διαφορά, οι Ναζί εξαφάνιζαν το Lidice, από το οποίο απέμεινε μόνο... ένα δέντρο (1942, πρώην Τσεχοσλοβακία -σημερινή Τσεχία-, είκοσι χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Πράγα) και έκαιγαν το γαλλικό Οραντούρ, ενώ ταυτόχρονα αιματοκυλούσαν το Δίστομο, το δικό μας Δίστομο(1944). 
Οι τρεις κωμοπόλεις είναι αδελφοποιημένες εδώ και πολλά χρόνια, συμβολίζοντας τον κοινό αγώνα κατά του ναζισμού και την άξια της ειρήνης. Στο Lidice 82 παιδιά παραδόθηκαν στο τοπικό γραφείο της Γκεστάπο και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο εξόντωσης στο Κέλμνο, όπου γνώρισαν φρικτό τέλος με δηλητηριώδη αέρια. Η σφαγή του Lidice είναι ό,τι πιο σκληρό έχει συμβεί. 

Τα γεγονότα που οδήγησαν τα παιδιά του Lidice στον θάνατο ήταν περίπλοκα: Καθοριστικό ρόλο για την απόφαση της δολοφονίας τους ήταν ο θάνατος του Reinhard Heydrich, διοικητή του ναζιστικού προτεκτοράτου της Βοημίας και της Μοραβίας, γνωστού και ως "ξανθός δήμιος" ή "δήμιος της Πράγας".
Η Τσεχοσλοβακία καταλήφθηκε από Γερμανούς σταδιακά από τον Οκτώβριο του 1938 μέχρι τον Απρίλιο του 1939. Ο διοικητής Ο Ράινχαρντ Όιγκεν Τρίσταν Χάιντριχ (4 Ιουνίου 1942), ο επονοναζόμενος Der Henker (ο Δήμιος των SS) ή «Ο Χασάπης της Πράγας» εγκαθίδρυσε ένα απίστευτα καταπιεστικό καθεστώς στην περιοχή της Βοημίας και της Μοραβίας, οδηγώντας στο θάνατο χιλιάδες πολίτες. Στις 27 Μαΐου του 1942, ομάδα Τσέχων και Σλοβάκων αντιστασιακών της “Ελεύθερης Τσεχίας” τον περίμεναν σε μια στροφή. Η πράσινη Μερσέντες με την οποία κυκλοφορούσε ο Χάιντριχ δίχως ένοπλη συνοδεία, θεωρώντας ότι ο πληθυσμός των συμπαθεί, σταμάτησε μπροστά στους εκπαιδευμένους στη Βρετανία Γιαν Κούμπις και Γιόζεφ Γκάμπτσικ. Τον τραυμάτισαν μετά από μια μεγάλη μάχη. Ο Χάιντριχ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Πράγας, όπου λίγες μέρες μετά, στις 4 Ιουνίου, πέθανε από σηψαιμία.
Η Γκεστάπο και τα SS εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό για να εντοπίσουν τους δολοφόνους του. Επέβαλλαν ολική απαγόρευση κυκλοφορίας στην Πράγα. Κάπου 3.000 Εβραίοι από το γκέτο του Τερεζίενσταντ οδηγήθηκαν για εκτέλεση, ενώ 152 Εβραίοι εκτελέστηκαν την ώρα της κηδείας του ως αντίποινα.
Μετά την κηδεία του Χάιντριχ στο Βερολίνο, ο Χίτλερ αποφάσισε την τιμωρία των ανθρώπων που έκρυβαν τους υπευθύνους: να εκτελεστούν όλοι οι ενήλικες άντρες, τα γυναικόπαιδα να μεταφερθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όσα παιδιά είχα χαρακτηριστικά «Αρείου» να υιοθετηθούν από Γερμανικές οικογένειες SS, τα υπόλοιπα… να αποχαιρετίσουν, ενώ τα χωριά πρέπει να ισοπεδωθούν.
Οι διαταγές του Χίτλερ εφαρμόστηκαν αμέσως. Η μικρή κωμόπολη Λιντίτσε θα την πλήρωνε με τον πιο σκληρό και απεχθή τρόπο. Παρότι δεν βρήκαν κάποια στοιχεία ενοχής εκεί, οι κάτοικοί της κατηγορήθηκαν ότι έκρυβαν τους εκτελεστές του Χάιντριχ. Στις 10 Ιουνίου 1942 τρεις αξιωματικοί και είκοσι στρατιώτες συνέστησαν εκτελεστικό απόσπασμα, το οποίο εκτέλεσε στο αγρόκτημα της οικογένειας Χόρακ στην άκρη της πόλης τους 173 άνδρες της πόλης άνω των 16 ετών που συνελήφθησαν. Οι 203 γυναίκες και τα 105 παιδιά συγκεντρώθηκαν στο σχολείο του χωριού και από εκεί οδηγήθηκαν στην κοντινή πόλη Κλάντνο. Τέσσερις έγκυες γυναίκες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο για να τους αφαιρεθούν βίαια τα μωρά που είχαν στην κοιλιά τους, Εβδομήντα μία από αυτές εκτελέστηκαν επιτόπου, επτά οδηγήθηκαν για ανάκριση στην Πράγα όπου και εκτελέστηκαν, ενώ οι υπόλοιπες 184 οδηγηθήκαν στο στρατόπεδο του Ράβενσμπρικ, όπου 41 θα πεθάνουν από διάφορες αρρώστιες και θα επιζήσουν 143. Το Λιντίτσε ισοπεδώθηκε κυριολεκτικά, εξαφανίστηκε από τον χάρτη. Το μένος ήταν τέτοιο που διατάχθηκε η εκτύπωση χαρτών χωρίς το όνομα της πόλης. Μετά την καταστροφή της πόλης, στάλθηκε ένα 100μελές γερμανικό τάγμα εργασίας για να αφαιρέσει όλα τα ορατά λείψανα και να αποκαταστήσει το ρεύμα και τους δρόμους. Ακολούθως κάλυψαν ολόκληρο το χωριό με φυτείες και καλλιέργειες. Το Λιντίτσε είχε εξαφανιστεί. Τα 105 παιδιά της μικρής πόλης οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Γκνάιζεναου. Μερικά από αυτά (7), έχοντας τα άρεια χαρακτηριστικά που επιζητούσαν οι σφαγείς, υιοθετήθηκαν από οικογένειες των SS για να εκγερμανιστούν, γλιτώνοντας τον χαμό. 82 παιδιά παραδόθηκαν στο γραφείο της Γκεστάπο στο Λοτζ και μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο εξόντωσης Chelmno. Δόθηκε εντολή να μην τους παρασχεθεί καμία φροντίδα, καμία περίθαλψη. Εκεί δηλητηριάστηκαν με αέρια. Από τα 105 παιδιά του Λιντίτσε, τα 82 δηλητηριάστηκαν στο Κέλμνο, έξι έχασαν τη ζωή τους στα γερμανικά ορφανοτροφεία Lebensborn και μόλις 17 επέστρεψαν στο σπίτι τους. Μετά τον πόλεμο, δεκάδες πόλεις ανά τον κόσμο πρόσθεσαν το Lidice στο όνομά τους τιμώντας την φρικιαστική σφαγή. Ενδεικτικά, το San Jerónimo Lídice στην Πόλη του Μεξικού, το Barrio Lídice και το νοσοκομείο του στο Καράκας της Βενεζουέλας, το Lídice de Capira στον Παναμά κ.α.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 η Marie Uchytilová άρχισε ένα συγκλονιστικό γλυπτό για τη σφαγή του Λιντίτσε. Αποφάσισε να μην δημιουργήσει πιστά αντίγραφα των παιδιών ώστε να είναι ένα μνημείο για όλα τα παιδιά που πέθαναν σε πολέμους. Τα παιδιά του γλυπτού είναι 82, 40 αγόρια και 42 κορίτσια. Η Uchytilová πέθανε το 1989 και το γλυπτό του Λιντίτσε έμεινε ανολοκλήρωτο. Ευτυχώς, επενδυτές και μια μεγάλη χορηγία της δανέζικης πόλης Alberstlund βοήθησαν το έργο να προχωρήσει και να καλυφθεί με χαλκό. Τα πρώτα 35 αγάλματα αποκαλύφθηκαν το 1995, ενώ τα τελευταία δέκα τον Ιούνιο του 2000. Τα αγάλματα των παιδιών είναι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι κοιτούν τους τάφους των οικογενειών τους, στο νεκροταφείο του Λιντίτσε.
Τα παιδιά του Λιντίτσε θα θυμίζουν για πάντα τι σημαίνει παραλογισμός, φασισμός κάθε είδους, ανθρώπινη παράνοια. Τα παιδιά του Λιντίτσε κοιτάζουν ίσια στα μάτια όλους τους ανθρώπους της γης. Μετά τον Πόλεμο το Λίντιτσε ανοικοδομήθηκε λίγες εκατοντάδες μέτρα από την παλιά κωμόπολη και ονομάστηκε Νόβο Λίντιτσε (Novo Lidice). Ο επικεφαλής της σφαγής του Λίντιτσε Συνταγματάρχης των SS Μαξ Ρόστοκ συνελήφθηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1951.

Το βραβευμένο «HHhH» (από τη φράση «Himmlers Hirn heißt Heydrich, δηλαδή «ο εγκέφαλος του Χίμλερ λέγεται Χάιντριχ») είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Ο Λοράν Μπινέ tοποθέτησε τον εαυτό του, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του μέσα στην ιστορία, έτσι που η πορεία της έρευνάς του εξελίσσεται παράλληλα με την πορεία των δύο ηρώων του, αλλά και τη ζωή του κυριαρχικού Χάιντριχ. Εν τέλει, στον λεγόμενο «δήμιο της Πράγας» είναι αφιερωμένες περισσότερες σελίδες του βιβλίου από ό,τι στους δύο εκτελεστές του. «Αφενός πρέπει να παραδεχτώ ότι ο Χάιντριχ είναι ο βασικός χαρακτήρας του βιβλίου, αλλά αφετέρου δίνει στη δολοφονία την πραγματική της διάσταση», αναφέρει ο συγγραφέας. Το «ΗHhH» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος.
Η δολοφονία του Χάιντριχ έγινε νουάρ ταινία το 1943 με τίτλο Και οι δήμιοι πεθαίνουν. Τη σκηνοθέτησε ο Φριτς Λανγκ πάνω σε σενάριο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, όταν οι δύο μεγάλοι καλλιτέχνες βρίσκονταν στην Αμερική και εργάζονταν στα στούντιο του Χόλιγουντ. Μολονότι η ταινία προβλήθηκε για λόγους προπαγάνδας, εν μέσω του πολέμου που δεν είχε κριθεί ακόμα, τα στοιχεία της είναι συγκλονιστικά. Αργότερα με την υπόθεση ασχολήθηκαν και άλλοι κινηματογραφιστές: Ο Ντάγκλας Σερκ (τσέχικης καταγωγής), γύρισε το επίσης προπαγανδιστικό φιλμ Hitler's Madman (1943), o Τσέχος Γίρι Σέκενς το Atentat (1964), ο Λιούις Γκίλμπερτ το Operation Daybreak (1975).
Σύντομο ντοκιμαντέρ:
https://youtu.be/j-V-wUkgeQw
Ξενάγηση στην έκθεση για το Lidice:
https://youtu.be/zcPAebtuMWA


Ήταν Σάββατο πρωί, στις 10 Ιουνίου του 1944, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην κωμόπολη του Διστόμου, του νομού Βοιωτίας. Αυτή η μέρα έμελλε να μείνει στην ιστορία ως μία από τις πιο ειδεχθείς σφαγές αμάχων από τις Γερμανικές δυνάμεις. 
Εξαιρετικό το βιβλίο που απεικονίζεται παρακάτω, έκδοση του βιβλιοπωλείου "Σύγχρονη έκφραση" στη Λιβαδειά, το οποίο έχει λάβει κρατικό βραβείο. Επίσης το ντοκιμαντέρ του Στέφαν Χάουπτ "Ένα τραγούδι για τον Αργύρη" (2006), που βλέπει τα γεγονότα μέσα από τα μάτια ενός τετράχρονου παιδιού που επέζησε, του Αργύρη Σφουντούρη. 
 "Μια ειδυλλιακή πατρίδα ήταν αυτός ο τόπος και για τους 1.800 ανθρώπους που τον Ιούνιο του 1944 ζούσαν μέσα και γύρω από το χωριό. Όμως, στις 10 Ιουνίου όλα άλλαξαν με κτηνώδη τρόπο. Την ημέρα εκείνη, το Δίστομο ετοιμαζόταν να θρηνήσει τέσσερα παιδιά του, όμως αυτό που ακολούθησε ήταν ακόμη πιο φρικτό. Γερμανικά στρατεύματα ξεκίνησαν από τη Λιβαδειά με κατεύθυνση το βουνό, αναζητώντας Έλληνες αντάρτες και σκοτώνοντας οτιδήποτε έβρισκαν στον δρόμο τους. Όταν τα φορτηγά και οι 1.000 περίπου στρατιώτες έφτασαν στο Δίστομο, ενημερώθηκαν πως στο Στείρι, βρίσκονται αντάρτες. Φεύγουν προς εκεί και ακολουθεί μεγάλη συμπλοκή που κρατάει περίπου 2 ώρες. Οι Γερμανοί οπισθοχωρούν και επιστρέφουν στο Δίστομο. Εξαγριωμένοι, ξεχύνονται στους δρόμους του χωριού. Καίνε, λεηλατούν και σκοτώνουν οτιδήποτε ζωντανό βρίσκεται μπροστά τους. Γέρους, νέους, γυναίκες, βρέφη. 
Οι Γερμανοί απέδωσαν την επίθεση του ΕΛΑΣ σε ειδοποίηση των κατοίκων του Διστόμου και επέστρεψαν στο χωριό για να εκδικηθούν. Με διαταγή του διοικητή τους, υπολοχαγού Χανς Ζάμπελ, το Δίστομο πυρπολήθηκε και 218 κάτοικοι (114 γυναίκες και 104 άνδρες) εκτελέστηκαν απάνθρωπα. Μεταξύ των νεκρών, 45 παιδιά και έφηβοι και 20 βρέφη. Η πρωτοφανής θηριωδία έγινε αμέσως γνωστή μέσω του BBC στο εξωτερικό και προκάλεσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης. Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, το Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου μπόρεσε να ανακαλύψει τον υπεύθυνο της Σφαγής, Χανς Ζάμπελ, ο οποίος είχε καταφύγει στο Παρίσι και είχε συλληφθεί. Οι γαλλικές αρχές τον παρέδωσαν στις ελληνικές, οι οποίες τον προφυλάκισαν. 
Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζάμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του.
9 χρόνια μετά την ανείπωτη σφαγή, ο Θανάσης Παπούλιας που από το '34 είχε ενταχθεί στο διωκόμενο Κ.Κ.Ε., πήρε την απόφαση να πάρει εκδίκηση εκτελώντας εν ψυχρώ τον Zampel, πριν την έκδοσή του στη Γερμανία. «Φεύγουν όλοι. Από το κελί μου βλέπω τον Τσάμπελ που περπατούσε με ένα πακέτο χαρτιά και ένα κουτί γλυκά. Μόνος του. Τρέχω στο μπάνιο. Παίρνω το σίδερο και του βγαίνω μπροστά. Τον αρπάζω από τον ώμο, του δίνω μια σπρωξιά και την ώρα που έπεφτε σηκώνω το σίδερο και με όση δύναμη έχω του το κατεβάζω στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Πέφτει στο χώμα με ανοιγμένο στα δύο το κεφάλι του», περιγράφει ο Παπούλιας σε συνέντευξή του. Όταν τον ρώτησαν γιατί τον χτύπησε είπε απλά "για το Δίστομο". Από τότε – όπως ανέφερε – άρχισε το μαρτύριό του. Τον οδήγησαν στην απομόνωση ως ψυχοπαθή και έκανε απεργία πείνας για 10 ημέρες. Μέχρι το '76 νόμιζε πως είχε σκοτώσει τον Zampel.
Αφηγήσεις & φωτογραφίες από τη Σφαγή του Διστόμου:
Ξενάγηση σε έκθεση για το Δίστομο:
                                           https://youtu.be/yFM-o-WHPF8 

Την ίδια μέρα, 200 άνδρες της Βάφεν SS, ξεκινούν για ένα μικρό γαλλικό χωριό κοντά στη Λιμόζ. Το ΟραντούρΟρισμένοι περικυκλώνουν το χωριό και οι υπόλοιποι μπαίνουν μέσα και μαζεύουν όλους τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία. Οι γυναίκες και τα παιδιά οδηγούνται στην εκκλησία, ενώ οι άνδρες μεταφέρονται σε διάφορα σημεία του χωριού. Με έναν πυροβολισμό δίνεται το σύνθημα και εκτελούνται όλοι οι άνδρες ακαριαία. Περίπου 400 γυναίκες και παιδιά περιμένουν κλεισμένοι στην εκκλησία. Τότε οι Ναζί πετούν ασφυξιογόνες βόμβες και παράλληλα προσπαθούν να ανατινάξουν τον θόλο. Η πυρκαγιά επεκτείνεται. Γυναίκες και παιδιά καίγονται ζωντανοί. Μόνο μια γυναίκα και πέντε άνδρες καταφέρνουν να γλιτώσουν. Οι Γερμανοί καίνε όλο το χωριό για να μην μπορεί να γίνει αναγνώριση των θυμάτων. Μετά την απελευθέρωση, το Οραντούρ κατασκευάζεται εκ νέου σε κοντινό σημείο, και τα ερείπια κρίνονται διατηρητέα για να θυμίζουν τη θηριωδία.
Ξενάγηση στην έκθεση για το Οραντούρ:
https://youtu.be/ISQBZdGzSzk

Πηγές: elniplex, efsyn, sansimera, Καθημερινή, Αυγή, ΕΡΤ