Το Θαύμα της Βέρνης (Das Wunder von Bern, 2003) του Sönke Wortmann
Το καλοκαίρι του 1954, η Σοβιετική Ένωση στέλνει τους αιχμάλωτους πολέμου πίσω στην πατρίδα τους. Ανάμεσά τους είναι ο πατέρας ενός ήσυχου, 11χρονου αγοριού, που αγαπάει με πάθος το ποδόσφαιρο, του Ματίας. Ο μικρός μένει με τη μητέρα του, τον αδελφό και την αδελφή του, σε μια μικρή πόλη της Δυτικής Γερμανίας. Το αγόρι έχει βρει το υποκατάστατο της πατρικής απουσίας στο πρόσωπο του Γερμανού ποδοσφαιριστή Χέλμουτ Ραν, ο οποίος έχει «υιοθετήσει» τον πιτσιρικά ως μασκότ. Η επιστροφή του Ρίτσαρντ, του πραγματικού πατέρα του Ματίας, σκιάζει την κάποτε ευτυχισμένη οικογένεια. Για τον Ρίτσαρντ, το ποδόσφαιρο είναι κάτι το άχρηστο, όπως και οι αγώνες για το Παγκόσμιο Κύπελλο που πρόκειται να διεξαχθούν στη Βέρνη, στην Ελβετία. Ο Ματίας, από την άλλη, ονειρεύεται να βρεθεί εκεί μαζί με το είδωλό του, που επιλέχθη στην εθνική ομάδα της Γερμανίας. Με το πάθος του και το αγωνιστικό του πνεύμα, ο μικρός Ματίας καταφέρνει να αναθερμάνει την αγάπη για ζωή στην καρδιά του πατέρα του. Έτσι, όταν αρχίζει ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ένα μικρό θαύμα αγάπης και γενναιοδωρίας ξεπερνά τα σύνορα και βοηθάει ένα άλλο θαύμα να συμβεί... Τη νίκη του Χέλμουτ Ραν και της γερμανικής ομάδας, που θα μείνει στην ιστορία ως «Το Θαύμα της Βέρνης». Μία εξαιρετική αναπαράσταση του θρυλικού τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, ανάμεσα στη Γερμανία και την Ουγγαρία, ο οποίος διεξήχθη στη Βέρνη την 4η Ιουλίου του 1954. Ο χαρακτηρισμός «θαύμα» που αποδίδει και ο τίτλος της ταινίας στη νίκη της πρώην Δυτικής Γερμανίας με 3-2 επί της Ουγγαρίας δεν μπορεί να κριθεί διόλου υπερβολικός από την καθαρά ποδοσφαιρική σκοπιά του. Εκείνη η φουρνιά της εθνικής Ουγγαρίας είχε παραμείνει αήττητη μέχρι τον χαμένο αυτό τελικό για σχεδόν τρία ολόκληρα χρόνια και 33 επίσημους αγώνες, έχοντας λάβει τον χαρακτηρισμό της «Aranycsapat», δηλαδή της «Χρυσής Ομάδας»! Η Ουγγαρία ήταν το απόλυτο φαβορί της αναμέτρησης. Η κατάκτηση όμως του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου από την πρώην Δυτική Γερμανία, είχε διττή σημασία καθώς πέρα από την ποδοσφαιρική επικράτηση, συμβόλιζε παράλληλα και το τέλος μίας μακράς περιόδου εσωστρέφειας για τους ηττημένους του Βʼ Παγκοσμίου Πολέμου, έστω και μέσα από μία τόσο απρόσμενη ποδοσφαιρική επιτυχία.
Η ιστορία και η εξέλιξη των ποδοσφαιρικών παπουτσιών είναι ανάλογη της εξέλιξης του ίδιου του ποδοσφαίρου. Από το 19ο αιώνα, που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά παπούτσια για ποδόσφαιρο τα οποίο προστάτευαν τα πόδια, μέχρι και τις μέρες μας που πλέον τα παπούτσια αυξάνουν ακόμα και την απόδοση του αθλητή έχουν μεσολαβήσει πολλά στάδια ανάπτυξης της εν λόγω τεχνολογίας. Ο αριθμός των κατασκευαστών, το στυλ, τα χρώματα και τα εμπορικά σήματα έχουν αυξηθεί δραματικά τον τελευταίο καιρό, δημιουργώντας μία νέα αγορά με πολλά κέρδη για τις εταιρίες που σχεδιάζουν παπούτσια.
Από πού και πότε, όμως, ξεκίνησαν όλα;
Οι πρώτες αθλητικές μπότες στην ιστορία καταγράφονται το 1526 και ανήκουν στο βασιλιά Henry VIII, ωστόσο λίγα είναι γνωστά για αυτές.
Η μεγάλη άνθιση του ποδοσφαίρου στην Αγγλία, στα τέλη του 19ου αιώνα, φέρνει και τα πρώτα υποδήματα κατάλληλα για ποδόσφαιρο. Αυτά ήταν λιγότερο βολικά, αλλά περισσότερο προστατευτικά, αφού κάλυπταν τα δάχτυλα με ελάσματα χάλυβα. Επίσης, τα παπούτσια αυτά είχαν μακριά κορδόνια και μεταλλικά καρφιά που ένωναν το πάνω μέρος με τη σόλα. Το μέσο βάρος υπολογίζεται στα 500 γραμμάρια, ενώ όταν ήταν βρεγμένα ζύγιζαν περίπου 1 κιλό!
Μεταξύ 1900 και 1940 υπήρξε μικρή πρόοδος στην ανάπτυξη του παπουτσιού, με τις πρώτες εταιρίες να κάνουν την εμφάνισή τους. Αυτές ήταν οι Gola, Hummel και Valsport.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στα χαρακτηριστικά των παπουτσιών αυτών προστίθενται ο καλός σχεδιασμός, ο οποίος θα επιτρέψει στον αθλητή να κινείται πιο ελεύθερα φορώντας αυτά.
Πρωτοπόροι σε αυτό το εγχείρημα ήταν οι Λατινοαμερικάνοι, οι οποίοι ήθελαν παπούτσια που θα τους έδιναν εκρηκτικότητα, ταχύτητα και κινητικότητα.
Το 1954 ο Adolf Dassler, μαζί με τον αδερφό του Rudolf, σχεδιάζουν τα πρώτα ποδοσφαιρικά ενδύματα με αποσπώμενες τάπες. Αργότερα τα 2 αδέρφια θα τσακωθούν και φτιάξουν ο καθένας από 1 κολοσσό στην αθλητική ένδυση: ADIDAS, PUMA, οι οποίες κατέχουν τη δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα στην κατάταξη με τις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου και βρίσκονται πίσω μόνο από τη NIKE (η ιστορία τους παρακάτω στα Ελληνικά και με υπερσύνδεσμο στα Γερμανικά).
Οι εταιρίες Mitre, Asics και Joma, οι οποίες ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’60, άλλαξαν το στυλ των παπούτσια, κατεβάζοντας το ύψος κάτω από τον αστράγαλο και δίνοντας παράλληλα στους παίχτες μεγαλύτερη ευχέρια κινήσεων και ταχύτητα.
Το 1970 η Adidas καθιερώνεται στην παγκόσμια αγορά, καθώς παρουσιάζει τα πρώτα ποδοσφαιρικά παπούτσια που δεν είναι εντελώς μαύρα.
Ο Αυστραλός Κρεγκ Τζόνστον, ένας πρώην παίκτης των Μίντλεσμπρο και Λίβερπουλ, δημιούργησε το Adidas Predator τη δεκαετία του 1980, το οποίο αργότερα κυκλοφόρησε το 1994. Μέχρι σήμερα είναι το πιο διάσημο ποδοσφαιρικό παπούτσι που φτιάχτηκε ποτέ.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 εισέρχεται στην αγορά η Umbro, ενώ λίγα χρόνια αργότερα την ακολουθούν οι Reebok και Mizuno.
Τη δεκαετία του ’90 ξεκινάει την παραγωγή των πρώτων ποδοσφαιρικών παπουτσιών και η αμερικανική Nike. Το 1998 θα σχεδιάσει το Nike Mercurial, το οποίο ζυγίζει μόλις 200 γρ. και είναι το πιο ελαφρύ ποδοσφαιρικό παπούτσι που φτιάχτηκε ποτέ.
Η Kelme το 2006, σχεδιάζει το πρώτο παπούτσι με τεχνολογία Ελέγχου Υγρασίας.
Με τη χρήση της τεχνολογίας Laser, πλέον τα παπούτσια σχεδιάζονται ξεχωριστά για το πόδι και τις ανάγκες του κάθε αθλητή.
Τέλος, η Adidas πρόσθεσε στα παπούτσια του Μέσι ένα τσιπ, το οποίο κρατάει στατιστικά στοιχεία από την απόδοση του παίχτη σε κάθε παιχνίδι, στοιχεία πολύτιμα για κάθε προπονητή.
Όλα ξεκίνησαν την 1η Ιουλίου 1924, όταν ο 24χρονος Άντολφ Άντι Ντάσλερ (1900 - 1978) αποφάσισε να μην γίνει φούρναρης, όπως είχε σπουδάσει, αλλά να ξεκινήσει μία επιχείρηση κατασκευής αθλητικών παπουτσιών, μαζί με τον αδελφό του Ρούντολφ (1896 - 1974), στο πλυσταριό της οικογενειακής οικίας στο Χερτζοχενάουραχ της Βαυαρίας.
Η εταιρεία με την επωνυμία Gebrüder Dassler Schuhfabrik (Εργοστάσιο Υποδημάτων Αδελφών Ντάσλερ) έγινε γνωστή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Άμστερνταμ (1928), όταν προμήθευσε με παπούτσια αρκετούς αθλητές. Το 1936 ο Άντι βρέθηκε με μια βαλίτσα παπούτσια στο Βερολίνο, ενόψει Ολυμπιακών, για να λανσάρει το νέο του προϊόν, ένα αθλητικό παπούτσι με καρφιά, κατάλληλο για δρομείς. Ο Τζέσε Όουενς, που πείστηκε να τρέξει με αυτά, κέρδισε 4 χρυσά μετάλλια κι έγινε το πρόσωπο των Ολυμπιακών Αγώνων, προς μεγάλη απογοήτευση του Αδόλφου Χίτλερ. Πού να ήξερε, ότι οι άνθρωποι που συνέβαλαν στη νίκη του «μισητού μαύρου» ήταν οι αδελφοί Ντάσλερ, πιστά μέλη του Ναζιστικού Κόμματος. Το όνομα Ντάσλερ άρχισε τότε να συζητείται στους αθλητικούς κύκλους και η εταιρεία τους πούλαγε 200.000 ζευγάρια αθλητικά παπούτσια τον χρόνο μέχρι την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου.
Οι επιχειρηματικές διαφορές, οι ισχυροί χαρακτήρες τους και μια σειρά από τυχαία περιστατικά, έφεραν τα δύο αδέλφια σε ρήξη. Το 1948 αποφάσισαν να τραβήξουν ο καθένας τον δικό του δρόμο. Ο Άντι Ντάσλερ ίδρυσε την ADIDAS (Adi Dassler) και ο Ρούντολφ Ντάσλερ τη RUDA (Rudolf Dassler), η οποία σύντομα μετονομάστηκε σε PUMA. Και οι δύο εταιρείες είχαν το ίδιο αντικείμενο και οι δύο την ίδια έδρα, το Χερτζοχενάουραχ της Βαυαρίας με πληθυσμό 23.000 κατοίκων.
Τέτοια ήταν η επιρροή των Ντάσλερ στη γενέθλια πόλη τους, ώστε το Χερτζοχενάουραχ χωρίστηκε στα δύο. Ο κάθε κάτοικος και μαγαζάτορας έπρεπε να διαλέξει στρατόπεδο. Ή με τον Αντι ή με τον Ρούντι. Και οι δύο ποδοσφαιρικές ομάδες της πόλης κινήθηκαν στο ίδιο μοτίβο. Η ASV Herzogenaurach φορούσε φανέλα με σήμα τις τρεις παράλληλες γραμμές (Adidas), ενώ η FC Herzogenaurach φανέλα με σήμα το γνωστό αιλουροειδές (Puma). Τα δύο αδέλφια ποτέ δεν φίλιωσαν, αν και ζούσαν στην ίδια πόλη. Ακόμη και οι τάφοι τους στο κοιμητήριο του Χερτζοχενάουραχ απέχουν αρκετά ο ένας από τον άλλο.
Η ADIDAS αμέσως ξεχώρισε, στρέφοντας το ενδιαφέρον της στην προμήθεια αθλητικού υλικού σε ποδοσφαιρικές ομάδες. Η φήμη της ανέβηκε κατακόρυφα, όταν της αποδόθηκε μέρος του θριάμβου της Δυτικής Γερμανίας στο Μουντιάλ του 1954. Τα παπούτσια με τις βιδωτές τάπες που προμήθευσε στη «Νάτσιοναλμανσαφτ» αποδείχτηκαν αποτελεσματικά στη λασπομαχία του Σταδίου της Βέρνης, όπου η Δυτική Γερμανία νίκησε 3-2 στον τελικό τη μεγάλη Ουγγαρία.
Η επιτυχία αυτή έμεινε στην ιστορία ως «Θαύμα της Βιέννης» και συνέβαλε στην ανύψωση του εθνικού φρονήματος των Γερμανών, αλλά και στην αύξηση του τζίρου της ADIDAS. Από την άλλη πλευρά, η PUMA παρέμενε μία επιχείρηση στα όρια της Γερμανίας. Πάντως, η ίδια διεκδίκησε την πατρότητα των παπουτσιών με βιδωτές τάπες, καθώς, όπως ισχυρίσθηκε, τα είχαν λανσάρει οι παίχτες της Καϊζερσλάουτερν, όταν κατέκτησαν το πρωτάθλημα το 1953.
Τη δεκαετία του '60 η διαχείριση των δύο εταιρειών πέρασε στη νέα γενιά των Ντάσλερ. Ο Χορστ Ντάσλερ, γιος του Άντι, ίδρυσε την γαλλική θυγατρική της ADIDAS, βάζοντας τα θεμέλια για τη διεθνή πορεία της επιχείρησης, ενώ το 1973 δημιούργησε την εταιρεία ARENA, που ειδικεύεται στην κατασκευή κολυμβητικού υλικού. Μετά το θάνατο του Χορστ Ντάσλερ, η ADIDAS βρέθηκε στα πρόθυρα χρεωκοπίας και το 1989 πουλήθηκε στον γάλλο επιχειρηματία Μπερνάρ Ταπί. Από τότε μέχρι σήμερα έχει αλλάξει πολλές φορές ιδιοκτήτες.
Περίπου την ίδια πορεία είχε και η PUMA. Τα παιδιά του Ρούντολφ Ντάσλερ, Άρμιν και Γκερντ, απογείωσαν την εταιρεία και από τα στενά σύνορα της Γερμανίας την έκαναν παγκόσμιο παίκτη στην αγορά των αθλητικών ειδών και του σπορ ρουχισμού. Το 1989 τα δύο αδέλφια πούλησαν το 72% της PUMA, σε εταιρία ελβετικών συμφερόντων.
Όσον αφορά στα προσωπικά της οικογενείας Ντάσλερ, οι διαφορές στους κόλπους της άρχισαν να γεφυρώνονται μετά τον θάνατο των δύο αδελφών Άντι και Ρούντολφ. Την αρχή έκανε ο εγγονός του Ρούντολφ, Φρανκ Ντάσλερ, οποίος δούλεψε και στις δύο επιχειρήσεις (ADIDAS και PUMA), ενώ ίδρυσε ένα κοινό οικογενειακό μουσείο στο Χερτζοχενάουραχ.
Πηγές: Wikipedia, tvxs, cine.gr, Μηχανή του χρόνου, newsnowgr.com,
Η ιστορία της ADIDAS στα Γερμανικά:
Η ιστορία του Adolf Dassler στα Γερμανικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου