Ετικέτες

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ📻Ο Τσιγγιρίδης, η Γερμανία, η Θεσσαλονίκη και το όνειρο που έγινε πραγματικότητα


Πρώτα ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα, άναψαν λάμπες στα σπίτια και τους δρόμους το βράδυ, εμφανίστηκε το ψυγείο. Τα αμέσως επόμενα χρόνια μπήκε στα σπίτια του χωριού το ραδιόφωνο, αυτό το μεγάλο κουτί, με τα τεράστια κουμπιά, γεμάτο λυχνίες, που φωτίζανε αμυδρά, όταν ήταν ανοιχτό.

(φωτό: Μηχανή του χρόνου)

📻 Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 καταγράφονται σε δυτικές χώρες οι πρώτοι πειραματισμοί με ραδιοφωνικές εκπομπές, αρκετά χρόνια μετά τη χρήση ασυρμάτου για στρατιωτικούς σκοπούς. Σύντομα άρχισαν να λειτουργούν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη σταθμοί και σε άλλες χώρες με κανονικό πρόγραμμα και περιεχόμενο. Στην Ελλάδα τo 1926 εξέπεμψε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη ο Χρίστος Τσιγγιρίδης (1877-1947), επιχειρηματίας-εισαγωγέας ραδιοφωνικών συσκευών, ο "πατέρας" της ραδιοφωνίας που καταγόταν από τη Φιλιππούπολη της ανατολικής Ρωμυλίας, σημερινό Πλόβντιβ της Βουλγαρίας. Το 1880 ξεσπά το Μακεδονικό και οι Έλληνες της περιοχής διώκονται. Η άλλοτε πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια του Γεώργιου Τσιγγιρίδη περνά δύσκολες ώρες, που επιδεινώνονται με τον θάνατό του. Στις αρχές του 20ου αιώνα τα μέτρα κατά του Ελληνισμού γίνονται πιο πιεστικά. Έτσι εξαναγκάζονται σε φυγή και καταλήγουν στη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Εκεί ιδρύουν ένα μικρό εργαστήριο παραγωγής χειροποίητων σιγαρέτων που αποφέρει αρκετά έσοδα κι έτσι, ο Χρίστος μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές του. 
(φωτό: lolanaenaallo)

Σπούδασε μηχανολογία στο Πολυτεχνείο της Στουτγάρδης κι εκεί γνώρισε τη Βελγίδα Μαρί Λουίζ Φόγκελ, γόνο παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας κοσμηματοπωλών, που όμως πτώχευσαν στον μεσοπόλεμο. Μετά το γάμο ο Χρήστος Τσιγγιρίδης αποφασίζει να αφήσει το εμπόριο καπνού που έκανε στη Γερμανία και με τα χρήματα που κέρδισε αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο εφηβικό του όνειρο πραγματικότητα: να επιστρέψει στην πατρίδα και να ιδρύσει έναν σύγχρονο ραδιοφωνικό σταθμό, κάτι πρωτόγνωρο για την Ελλάδα του μεσοπολέμου. Όπερ και εγένετο. Η οικογένεια ζούσε μεταξύ Στουτγάρδης και Θεσσαλονίκης για κάποια χρόνια, η σύζυγός του όμως πέθανε νωρίς κι έτσι ο Τσιγγιρίδης αποφάσισε να τις αφήσει στη γιαγιά τους στη Γερμανία για να συνεχίσει ο ίδιος το ρηξικέλευθο ραδιόφωνο. Μέσα της δεκαετίας του 1920 ο Τσιγγιρίδης επισκεύαζε στον κήπο του σπιτιού του έναν εγκαταλελειμμένο ασύρματο της Γαλλικής Στρατιάς Ανατολής, ισχύος 200 W, που είχε αγοράσει από μια μάντρα. Οι φίλοι και οι γείτονες που περνούσαν από την κατοικία της οδού Βασιλίσσης Όλγας 20 στη Θεσσαλονίκη (τότε οδό Δημοκρατίας), δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς προσπαθούσε να κάνει. Βίδωνε, ξεβίδωνε, έβγαζε εξαρτήματα, έβαζε ανταλλακτικά, ρύθμισε, συντόνιζε, μετρούσε και άλλα πολλά, με ένα και μοναδικό σκοπό. Να στήσει ένα ραδιοφωνικό πομπό και να μεταδίδει προγράμματα, όπως είχε κάνει το βρετανικό BBC, από το 1922. Όταν τελικά τα κατάφερε να εκπέμψει, τη φωνή του άκουσαν δύο ακροατές (25 Μαρτίου 1926): Ο ένας ήταν o καθηγητής Φυσικής και φίλος του Ηλίας Αποστόλου, που άκουσε τον Τσιγγιρίδη στην πλατεία Ιπποδρομίου. Ο άλλος ήταν ο πλοίαρχος του πλοίου «Κουίν Ανν» Άντονι Ράντισον, που βρισκόταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

(φωτό: lolanaenaallo)

Tρία χρόνια αργότερα, το 1929, μετά από κάποιες δοκιμές, δημιούργησε δικό του σταθμό που μετέδιδε πρόγραμμα με ελληνική και ξένη σοβαρή μουσική στο πλαίσιο της ΔΕΘ και μόνο κατά τη διάρκειά της. Το σπίτι του βρισκόταν σχεδόν απέναντι. Έτσι, έστησε αρχικά ένα μαγαζάκι από το οποίο πωλούσε μεγάφωνα και ενισχυτές της Siemens και Halske, της οποίας ήταν αντιπρόσωπος. Στην πινακίδα που είχε βάλει έγραφε: Siemens και Halske, Μέγας Λέκτης. Οι λέξεις Μέγας Λέκτης, δεν ήταν παρά η ακριβής μετάφραση των αγγλικών ή γερμανικών λέξεων soundspeaker ή Lautsprecher. Κάθε φορά που τα μεγάφωνα ακούγονταν, ο κόσμος έμενε έκπληκτος είτε θετικά είτε αρνητικά. Κάποιοι τα έλεγαν κλαμπατσίμπανα, άλλοι όμως άκουγαν και ήθελαν να μάθουν περισσότερα για το νέο θαύμα της τεχνολογίας. Ας μη ξεχνούμε, ότι ένας ραδιοφωνικός δέκτης την εποχή εκείνη κόστιζε όσο μια μικρή περιουσία, όμως πολύ σύντομα οι δέκτες χιλιαπλασιάστηκαν. 
"Η πρώτη εμφάνισις του ήταν μια σπουδαία και μεγάλη σουπρίζ για το κοινόν. Οι πολυπληθείς επισκέπται της ∆ιεθνούς Εκθέσεως είδαν κάτι περίεργα γλαμπατσίμπανα κρεμασμένα με σύρματα. Ήσαν τα πρώτα μεγάφωνα που είδε και άκουσε η Ελλάς. Τα έφερε στην Ελλάδα ο κ.Τσιγγιρίδης", έγραφαν οι εφημερίδες. «Εδώ Ράδιο Τσιγγιρίδη». 

(φωτό: Ομάδα Μουσείο Ραδιοφωνίας Χρίστος Τσιγγιρίδης)
Το Ράδιο Τσιγγιρίδη παρέδιδε τα πρώτα μαθήματα στους επισκέπτες, αλλά και τα πρώτα μαθήματα μάρκετινγκ, αφού έγινε το πρώτο βαλκανικό ραδιόφωνο, που κάλυπτε τα έξοδά του από τις διαφημίσεις. Το πρόγραμμα είχε λίγο απ΄όλα: Ομιλίες, συνεντεύξεις με ηθοποιούς και λογοτέχνες, δελτία ειδήσεων, παιδικές εκπομπές και μουσική από τραγουδιστές και οργανοπαίχτες, μέσα στο στούντιο. Ο ραδιοσταθμός διαφήμιζε επίσης τα προϊόντα των εκθετών, που έσπευδαν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες της νέας τεχνολογίας. Όσοι ήθελαν να διαφημιστούν αλλά δεν είχαν αρκετά χρήματα, έδιναν στον Τσιγγιρίδη ως αντάλλαγμα κάποια από τα προϊόντα τους. Ο Τσιγγιρίδης ήθελε να αυξήσει τις πωλήσεις ραδιοφώνων για αυτό το λόγο έφτιαξε τον σταθμό, ο οποίος μετέδιδε διαφημίσεις, αναγγελίες και ειδήσεις σε συνεργασία με την εφημερίδα Μακεδονία. Σύμφωνα με την εφημερίδα Μακεδονία, ο σταθμός ακουγόταν στο Βελιγράδι, στο Γαλάτσι της Ρουμανίας, στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, στην Κρήτη, στην Αλεξανδρούπολη και στο Παρίσι. Οι προσπάθειες του Τσιγγιρίδη να πάρει άδεια διαρκούς λειτουργίας ήταν συνεχείς. Όμως, για πολλά χρόνια παρέμειναν άκαρπες.
Το μόνο του όφελος ήταν ότι, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να αντικαθιστούν τους παλιούς σταθμούς με ισχυρότερους, ο Τσιγγιρίδης έβαλε υποθήκη το σπίτι του και με το δάνειο που πήρε, αγόρασε ένα νέο μεγαλύτερο πομπό. Τον εγκατέστησε στον χώρο της ∆ΕΘ, δίπλα στην Ηλεκτρική Εταιρεία. Ο σταθμός στεγαζόταν σε δύο ξύλινες παράγκες, σε απόσταση 200 μέτρων η μια από την άλλη. Στη μια ήταν το στούντιο, όπου η οροφή ήταν απλώς σκεπασμένη με ψάθες και πισσόχαρτα και στην άλλη βρισκόταν ο πομπός. Όταν έβρεχε, ο ήχος της βροχής περνούσε μέσα από τα μικρόφωνα των εκφωνητών. Ο Τσιγγιρίδης μαζί του έφερε και έναν γερµανό τεχνικό, τον μηχανικό Χανς Κράουτερ. Ο Τσιγγιρίδης πραγµατοποίησε τις πρώτες εκποµπές το 1928, µε τον ποµπό που είχε, ο οποίος µε βία ακουγόταν µέσα στη Θεσσαλονίκη. Το σήµα του σταθµού ήταν το τικ – τακ του ρολογιού του. Ήταν πλέον και επισήμως, ο πατέρας της ραδιοφωνίας στην Ελλάδα. Επίσης κάλυπτε ηχητικά διάφορες εκδηλώσεις, μέχρι και πολιτικές ομιλίες, όπως του Βενιζέλου. Ο κόσμος πλέον μπορούσε να ακούσει και από μακριά τα λόγια των πολιτικών. Έτσι, μεταξύ των πελατών του ήταν και η Βουλή, στην οποία εγκατέστησε την πρώτη ηχητική εγκατάστασηΟι πιτσιρικάδες πετούσαν πέτρες στο στούντιο του Τσιγγιρίδη για να δουν αν θα ακουστούν από το ραδιόφωνο του σπιτιού τους! Ο σταθμός του Τσιγγιρίδη, που ήταν ο πρώτος στα Βαλκάνια, λειτουργούσε σε μονιμότερη βάση από το 1936 και ως το 1947 οπότε και απαλλοτριώθηκε υπέρ του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας· λίγο νωρίτερα τους πομπούς του είχε χρησιμοποιήσει και το ΕΑΜ. Στην μεταξική περίοδο αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από το καθεστώς γιατί μετέδιδε μη αρεστές ειδήσεις, ενώ αργότερα, στην Κατοχή, μετέδιδε υποχρεωτικά την γερμανική προπαγάνδα, αν και ο Τσιγγιρίδης επινοούσε βλάβες για να μεταδίδει λιγότερο χρόνο το πρόγραμμα.
Οι κρατικές προσπάθειες για ίδρυση ραδιοφωνικού σταθμού, που άρχισαν εντωμεταξύ το 1929, δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα, λόγω δικαστικών διενέξεων και άλλων ζητημάτων. Το διάστημα 1932 ή 1935-1938 εξέπεμπε, για παράδειγμα, στην περιοχή του Πειραιά σταθμός από το υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων. Παράλληλα, όμως, από το 1930 είχε αρχίσει να τίθεται το νομικό πλαίσιο για τη λειτουργία της ραδιοφωνίας.
Το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου κινήθηκε ενεργά προς τη δημιουργία κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού με βοήθεια και έμπνευση από την Ναζιστική Γερμανία, η οποία είχε επενδύσει στο ραδιόφωνο σαν μέσο προπαγάνδας. Έτσι το 1936 ιδρύθηκε η Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών.
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών (ΡΣΑ) άρχισε να εκπέμπει από τις 25 Μαρτίου 1938 και σε κανονικό πρόγραμμα από τις 21 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Η έδρα του ήταν στα υπόγεια του Ζαππείου. Η πρώτη εκφωνήτρια ήταν η Αφροδίτη Λαουτάρη. ενώ θρυλικό έγινε το σήμα του σταθμού, η βουκολική μελωδία, ο Τσοπανάκος, που έμεινε γνωστό ως τις ημέρες μας.
Το μεταξικό καθεστώς έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην προπαγάνδιση της ιδεολογίας του και για το λόγο αυτό επιδίωκε να μοιράζει συσκευές ραδιοφώνου σε απομακρυσμένες περιοχές. Τα στατιστικά δείχνουν ότι οι ραδιοφωνικές συσκευές στην Ελλάδα αυξήθηκαν από 10.000 το 1936 σε 60.000 το 1940, ο υπολογισμός του κοινού όμως είναι δύσκολος γιατί πολλά ραδιόφωνα έπαιζαν σε δημόσιους χώρους, υπήρχαν δε και λαθρακροατές.
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το ραδιόφωνο μετέδιδε πληροφορίες για τις συγκρούσεις και χρησιμοποιήθηκε για την κινητοποίηση της ελληνικής πλευράς. Λίγο πριν από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, σε μια δραματική έκκληση ο εκφωνητής κάλεσε τους ακροατές να μην πιστεύουν το σταθμό που σε λίγο θα μετέδιδε ψέματα. Μετά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο ΡΣΑ μετέδιδε τη γερμανική προπαγάνδα, αν και το προσωπικό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το διακόπτει, προσποιούμενο τεχνικές δυσκολίες. Οι κατοχικές αρχές προσπάθησαν να σφραγίσουν ραδιόφωνα για να ακούγεται μόνο ο ΡΣΑ και να επιβάλλουν μεγάλες ποινές για τα αδήλωτα ή ασφράγιστα ραδιόφωνα, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όσοι είχαν ραδιόφωνο άκουγαν κρυφά την Ελληνική Υπηρεσία του BBC από το Λονδίνο.
Το ξεκίνημα του ραδιοφώνου στην Ελλάδα μέσα από τις μαρτυρίες των ανθρώπων που εργάσθηκαν για τις πρώτες ραδιοφωνικές εκπομπές (Aρχείο EΡT):


📻 Μεταπολεμική εποχή (1945-1987)
Οι Γερμανοί, λίγο πριν αποχωρήσουν από την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1944, προσπάθησαν να ανατινάξουν τους πομπούς του σταθμού στα Λιόσια, ωστόσο κατέστρεψαν μόνο έναν στους τρεις. Μετά την απελευθέρωση το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), που ιδρύθηκε στις 16 Ιουλίου 1945, προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το ραδιόφωνο. Το 1947 ίδρυσε ψυχαγωγικό σταθμό στην Θεσσαλονίκη, το 1952 το περισσότερο ψυχαγωγικό Δεύτερο Πρόγραμμα και το 1954 το Τρίτο Πρόγραμμα το οποίο εξαρχής μετέδιδε κλασική μουσική (το Πρώτο παρέμενε ενημερωτικό και επιμορφωτικό).
Από το 1948, μεσούντος του εμφυλίου άρχισε να λειτουργεί και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων. Ραδιοφωνικό σταθμό, την Φωνή της Αλήθειας, είχε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και ο Δημοκρατικός Στρατός που εξέπεμπε από τη Γιουγκοσλαβία και αργότερα τη Ρουμανία, το πρόγραμμά του όμως ακούγονταν από λίγους και είχε μικρή απήχηση. Η Φωνή της Αλήθειας εξέπεμπε ως το 1967.
Όπως προέβλεπε η νομοθεσία της εποχής (AN 1663/1951) ιδρύθηκαν αρκετοί ακόμη στρατιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι οποίοι αποδείχτηκαν μάλιστα δημοφιλείς, αποσπώντας κέρδη από τους δημόσιους. Καθώς επιβλέπονταν από το ΓΕΕΘΑ ήταν εκτός του ελέγχου της πολιτικής εξουσίας ή του ΕΙΡ. Το ΕΙΡ ίδρυσε και αυτό πολλούς περιφερειακούς σταθμούς στη δεκαετία του 1950 που ανέπτυξαν δικό τους πρόγραμμα. Γενικότερα, μετά τον πόλεμο οι αλλαγές ήταν λίγες λόγω και της γραφειοκρατικής δομής του ΕΙΡ που δεν επιθυμούσε να αναπτυχθεί ένα άλλο μοντέλο ραδιοφωνίας. Ωστόσο, για χρόνια το ραδιόφωνο ήταν μετά τις εφημερίδες η βασική πηγή ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Η Χούντα των Συνταγματαρχών έστρεψε το ενδιαφέρον της στην τηλεόραση, που είχε αρχίσει από το 1966 πειραματικές εκπομπές με αυξανόμενη απήχηση στο κοινό. Το ραδιόφωνο παρέμενε στενά ελεγχόμενο και προπαγανδιστικό. Για αυτό το λόγο πολλοί άκουγαν τότε την ελληνική εκπομπή του BBC και αυτήν της Deutsche Welle που αμφότερες είχαν έντονα αντιστασιακό χαρακτήρα.
Κατά την μεταπολίτευση, έγιναν προσπάθειες για τη βελτίωση του ραδιοφωνικού προγράμματος. Μια ιδιαίτερη προσπάθεια για ένα διαφορετικό μοντέλο ραδιοφώνου έγινε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 από τον Μάνο Χατζιδάκι όταν του ανατέθηκε η διεύθυνση της ραδιοφωνίας και αργότερα του Τρίτου Προγράμματος. Ο σταθμός απέκτησε ευρύτερη πολιτιστική διάσταση παράγοντας ποιοτικό πρόγραμμα με απήχηση στο κοινό. Ωστόσο οι συγκρούσεις του Χατζηδάκη με την γραφειοκρατία της ΕΡΤ και τη νέα διοίκηση από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που εξελέγη το 1981 οδήγησαν το εγχείρημα σε τέλος με την παραίτησή του το 1982.
📻 Επικράτηση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας (1987 ως σήμερα)
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε αρχίσει να τίθεται πιο έντονα το αίτημα για μη κρατική ραδιοφωνία και, προς τα μέσα, για τηλεόραση. Ο πρώτος νόμιμος ιδιωτικός ραδιοσταθμός ήταν ο Αθήνα 9.84 που εξέπεμψε στις 31 Μαΐου 1987. Ακολούθησε το Κανάλι 1 στον Πειραιά στις 26 Ιουνίου και τον Σεπτέμβριο ο FM100 στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα ιδρύθηκαν δεκάδες σταθμοί σε όλη τη χώρα, φέρνοντας τη λεγόμενη άνοιξη της ραδιοφωνίας.
Ξεχωριστή σημασία είχε δοθεί στην ανάπτυξη τοπικής ραδιοφωνίας η οποία θα στόχευε στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία των κατοίκων ενός ή περισσότερων δήμων. Ο πρώτος διαδημοτικός σταθμός ήταν ο Δίαυλος 10 που εξέπεμπε με την ευθύνη δήμων της Αττικής. Στην πρώτη περίοδο μετά την ίδρυσή τους, τα δημοτικά ραδιόφωνα είχαν ευρεία διάδοση και προσέλκυαν το κοινό των περιοχών όπου εξέπεμπαν, αλλά αργότερα επικράτησαν οι ιδιωτικοί σταθμοί που ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι και είχαν καλύτερη χρηματοδότηση. Τα σχέδια στα τέλη της δεκαετίας του 1980 για ολοκληρωμένη παρουσία και κάποιες προτάσεις για τη δημιουργία δικτύων σταθμών δεν είχαν συνέχεια. Όσοι σταθμοί δημιουργήθηκαν είχαν μεγάλη εξάρτηση από τις δημοτικές παρατάξεις που είχαν τη πλειοψηφία (έμμεσα και τα κόμματα) και συσσώρευσαν μεγάλα χρέη. Τελικά, οι σταθμοί υποχώρησαν μπροστά στο εμπορικό ραδιόφωνο.
Η απουσία σαφούς πλαισίου έφερε την έκρηξη της ραδιοφωνίας, με πολλούς (άγνωστο πόσους ακριβώς) ημινόμιμους σταθμούς. Το 1994 υπολογίζεται ότι σε όλη την Ελλάδα υπήρχαν 1.200 ραδιοφωνικοί σταθμοί, απο τους οποίους 256 ήταν στο λεκανοπέδιο. Μια δεκαετία αργότερα, το 2005, καταμετρώνταν από το ΕΣΡ 777 σταθμοί. Από την άλλη πλευρά, παρά την εισαγωγή της ιδιωτικής τηλεόρασης, το κοινό της ραδιοφωνίας έμεινε σταθερό τη δεκαετία του 1990 και του 2000.
Η διοικητική συνένωση τηλεόρασης και ραδιοφώνου υπό την ΕΡΤ ΑΕ το 1987 επιδείνωσε τα γραφειοκρατικά προβλήματα στο δημόσιο ραδιόφωνο (ΕΡΑ) και την έβαλε στο περιθώριο σε σχέση με την τηλεόραση, που και αυτή πιέστηκε πολύ από την ιδιωτική τηλεόραση μετά το 1989. Η ποσότητα και η ποιότητα του προγράμματος υποβαθμίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και οι ακροαματικότητες υποχώρησαν σημαντικά.
Την άνοιξη του ραδιοφώνου διαδέχτηκε μία περίοδος πειραματισμών και ανταγωνισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ιδιωτικοί σταθμοί, συνήθως οι ενημερωτικοί (μεταξύ τους ο Σκάι, ο Αντέννα και ο Flash), κατέγραφαν πολύ υψηλές ακροαματικότητες και ήταν έντονα πολιτικοποιημένοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Σκάι που ενεπλάκη την περίοδο 1990-1993 σε διαμάχη με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ο σταθμός είχε ακροαματικότητες του 30-40%, ποσοστό που δεν έχει φτάσει άλλος έκτοτε στην Ελλάδα, ο οποίες αποδίδονται σε αυτήν τη διάμαχη. Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας, το ενδιαφέρον υποχώρησε προς όφελος των ψυχαγωγικών σταθμών. Μετά τη χρηματιστηριακή κρίση τα ραδιόφωνα προέβησαν σε μεγάλες περικοπές προσωπικού και προγραμμάτων, αποδυναμώνοντας τον ενημερωτικό τους ρόλο. Ενισχύθηκαν, αντίθετα, τα κρατικά ραδιόφωνα που διατήρησαν τον ενημερωτικό και ψυχαγωγικό ρόλο τους και τα αθλητικά ραδιόφωνα τα οποία είχαν φτηνό και πολιτικά αδιάφορο πρόγραμμα.
Οι ραδιοσταθμοί στην περιφέρεια λόγου κόστους επενδύουν λιγότερο στην ενημέρωση και περισσότερο στην ψυχαγωγία. Πολλοί συνδέονται για μερικές ώρες κάθε ημέρα με μεγάλους αθηναϊκούς σταθμούς και αναμετεδίδουν το πρόγραμμά τους.
Λόγω της κρίσης και των τεχνικών διευκολύνσεων, διάδοση γνωρίζει τα τελευταία χρόνια το δικτυακό ραδιόφωνο που είναι κυρίως μουσικό και προσπαθεί να επιλέγει μουσική από ευρύτερο φάσμα επιλογών. Καταγράφονται ακόμη προσπάθειες για αυτοοργανωμένους σταθμούς από εργαζόμενους σταθμών που έκλεισαν και πλέον διαχειρίζονται μόνοι το πρόγραμμα και την επιχείρηση.Στις 04/01/2017 η ΕΡΤ ξεκίνησε πιλοτικά εκπομπή σε DAB+ στην Αττική από τον Υμηττό.

📻 Ψυχαγωγία και επιμόρφωση
Ο σταθμός του Τσιγγιρίδη, παρά τις περιστασικές εμφανίσεις του, ήδη από την αρχή είχε ποικίλο πρόγραμμα με μουσική, θέατρο και παιδικές εκπομπές. Το μεταξικό ραδιόφωνο, από την πλευρά του, ήταν χωρισμένο σε ζώνες με χρηστικό και προπαγανδιστικό περιεχόμενο που απευθύνονταν η κάθε μία σε ειδικό κοινό (η ώρα των αγροτών, των παιδιών κ.ο.κ) ενώ μεταδίδονταν και θεατρικές παραστάσεις. Η μουσική του ΡΣΑ ήταν κυρίως η ελαφρά της εποχής, κλασική μουσική και ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, όμως άλλα είδη ήταν αποκλεισμένα, όπως τα ρεμπέτικα.
Όπως διαμορφώθηκε το πρόγραμμα του ΕΙΡ τη δεκαετία του 1950, το Πρώτο Πρόγραμμα ήταν σοβαρό και ενημερωτικό, το Δεύτερο ήταν περισσότερο ψυχαγωγικό (μετέδιδε και αθλητικά) και το Τρίτο, που μετέδιδε στην περιοχή της Αθήνας, έδωσε βάρος στον πολιτισμό και την κλασική μουσική. Περισσότερο λαϊκό ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, το πρόγραμμα των σταθμών των ενόπλων δυνάμεων.
Από το ΕΙΡ πέρασαν σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων, όπως ο Στράτης Μυριβήλης και το 1953-54 ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος το 1950-1953 ήταν διευθυντής προγράμματος, που έδωσαν βάρος στην ανάπτυξη ποιοτικού πολιτιστικού προγράμματος. Σημαντικό ήταν ακόμη το έργο του θεατρικού συγγραφέα Διονύσιου Ρώμα, ο οποίος προετοίμασε πολλές εκπομπές με θεατρικά έργα και απαγγελίες από μεγάλους ηθοποιούς (Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής κ.ά). Μακρά παρουσία (1939-1966) και μεγάλη απήχηση είχε, ακόμη, η εκπομπή της Αντιγόνης Μεταξά, της Θείας Λένας, που διασκέδαζε και επιμόφωνε τα παιδιά ακόμα και μέσα στην κατοχή. Εξαιρετικά δημοφιλή ήταν στο πλατύ κοινό τα ραδιοφωνικά σίριαλ σε συνέχειες της δεκαετίας του 1960, όπως «Το σπίτι των ανέμων» και το «Μικρή, πικρή μου αγάπη».
Διαφορετική λογική από τα κρατικά ραδιόφωνα είχε το πρόγραμμα των ιδιωτικών σταθμών που ήταν χωρισμένο σε ζώνες και επεκτάθηκε σε όλο το 24ωρο. Το πρωί, συχνά από τα ξημερώματα, και μέχρι το μεσημέρι επικρατούσαν οι ενημερωτικές εκπομπές και το μεσημέρι μεταδίδονταν ειδησεογραφικά μαγκαζίνο. Η μουσική έπαιζε στα διαλείμματα του λόγου των παρουσιαστών που συχνά ήταν ντουέτα. Το απόγευμα κυριαρχούσαν οι μουσικές εκπομπές, όπως και το βράδυ, ενώ μετά τα μεσάνυχτα παίζονταν εκπομπές σε επανάληψη ή μουσική non-stop. Τα ιδιωτικά μουσικά ραδιόφωνα, από τη δεκαετία του 1990 άρχισαν να εξειδικεύονται ως προς το είδος της μουσικής που έπαιζαν: ελληνική έντεχνη ή ελληνική λαϊκή μουσική και για όσους έπαιζαν ξένη μουσική, ροκ ή εμπορική ποπ, σπανιότερα τζαζ ή έθνικ.
Παραταύτα, μετά το 2000, οι περικοπές στο μουσικό πρόγραμμα καθιέρωσαν την playlist, μια αυτοματοποιημένη (από υπολογιστή) διαδικασία επιλογής τραγουδιών. Η playlist έριξε μεν το κόστος λειτουργίας του σταθμού, αλλά επικρίνεται για την μονομέρεια και την έλλειψη ζωντάνιας στο πρόγραμμα.
Όπως συνέβη και με την τηλεόραση, μεγάλο μέρος των εκπομπών της κρατικής ραδιοφωνίας έχει χαθεί, είτε γιατί δεν υπήρχε η τεχνική δυνατότητα ηχογράφησης είτε γιατί το αρχείο καταστράφηκε. Πιο πρόσφατα, πάντως, αρκετοί σταθμοί διαθέτουν στο ίντερνετ αρχείο με εκπομπές τους.
Σημαντική εξέλιξη και πρωτοβουλία είναι το Πρώτο μαθητικό Ραδιόφωνο, European School Radio, με έμφαση στη συνεργατικότητα σχολείων της ίδιας βαθμίδας και την αμεσότητα επικοινωνίας με ζωντανές εκπομπές στις οποίες συμμετέχουν και πρώην μαθητές- ραδιοφωνικοί παραγωγοί. Κατόπιν εισήγησης του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής προτείνεται η θεματική ενότητα Μαθητικό Ραδιόφωνο να συμπεριλαμβάνεται στα προγράμματα Σχολικών Δραστηριοτήτων (Φεστιβάλ Μαθητικού Ραδιοφώνου, Διαγωνισμοί και συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα Erasmus).
Η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου καθιερώθηκε με απόφαση της UNESCO για την 13η Φεβρουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία το 1946 πρωτολειτούργησε το ραδιόφωνο του ΟΗΕ.
Σκοπός της Παγκόσμιας Ημέρας Ραδιοφώνου είναι ο εορτασμός του ραδιοφώνου ως Μέσου Μαζικής Επικοινωνίας, η βελτίωση της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των ραδιοφωνικών οργανισμών και η ενθάρρυνση των μεγάλων διεθνών δικτύων, όσο και των τοπικών ραδιοφώνων, να προωθήσουν την πρόσβαση στην πληροφόρηση και την ελευθερία της έκφρασης στα ερτζιανά.

Οι δημόσιοι Γερμανικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί για όσους επιθυμούν εξάσκηση στη Γερμανική γλώσσα:

(Πηγές: Σαν Σήμερα/Βικιπαιδεια, Μηχανή του χρόνου, Deutsche Welle, Μουσείο Ραδιοφωνίας "Χρίστος Τσιγγιρίδης")

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου